REFUSING TO PAY in Greek translation

[ri'fjuːziŋ tə pei]
[ri'fjuːziŋ tə pei]
άρνηση πληρωμής
άρνηση να πληρωθούν
αρνηθεί να πληρώσει
είχε αρνηθεί να καταβάλει
αρνούμενοι να πληρώσουν

Examples of using Refusing to pay in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
asserting control over their local economies and refusing to pay tax revenue to the central Moscow government.
έλεγχος βεβαίωσης των τοπικών οικονομιών τους και άρνηση να πληρωθούν τα φορολογικά έσοδα στην κεντρική κυβέρνηση της Μόσχας.
On the financial level, refusing to pay and opposing unfair taxes and measures such as the property tax ENFIA,
Στο οικονομικό επίπεδο, η άρνηση πληρωμής και εφαρμογής των άδικων και ληστρικών φόρων και μέτρων όπως ο ΕΝΦΙΑ, η εισφορά«αλληλεγγύης» και οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, είναι ένα όπλο, που η συντονισμένη
asserting control over their local economies and refusing to pay tax revenue to the central Moscow government.
έλεγχος βεβαίωσης των τοπικών οικονομιών τους και άρνηση να πληρωθούν τα φορολογικά έσοδα στην κεντρική κυβέρνηση της Μόσχας.
these sanctions include cutting the wages of over 63,000 government employees, refusing to pay Gaza's electricity bill,
οι κυρώσεις αυτές περιλαμβάνουν την περικοπή των μισθών σε πάνω από 63 κυβερνητικούς υπαλλήλους, την άρνηση πληρωμής του ηλεκτρικού ρεύματος στη Γάζα,
asserting control over their local economies and refusing to pay tax revenue to the central Moscow government.
έλεγχος βεβαίωσης των τοπικών οικονομιών τους και άρνηση να πληρωθούν τα φορολογικά έσοδα στην κεντρική κυβέρνηση της Μόσχας.
Neville refused to pay protection money.
The movement's supporters refuse to pay highway tolls.
Οι υποστηρικτές του κινήματος αρνούνται να πληρώσουν διόδια στους αυτοκινητοδρόμους.
The insurance company refused to pay.
Η ασφαλιστική αρνήθηκε να πληρώσει.
When Iceland refuses to pay the debt, they say nothing.
Όταν η Ισλανδία αρνείται να πληρώσει το χρέος της, δεν λέμε τίποτα.
Who knew Greeks refuse to pay retail?…».
Ποιος να φανταζόταν ότι οι Έλληνες αρνούνται να πληρώσουν σε τιμές λιανικής;…».
A theater manager refused to pay.
Ένας διευθυντής αρνήθηκε να πληρώσει.
Many insurance companies typically refuse to pay any claims as a matter of course.
Πολλές ασφαλιστικές εταιρείες συνήθως αρνούνται να πληρώσουν οποιεσδήποτε αξιώσεις ως κάτι το αυτονόητο.
Channing refuses to pay for information on principle.
ότι ο Τσάνιν αρνείται να πληρώσει για πληροφορία βάσει αρχής.
Celso refused to pay.
Ο Σέλσο αρνήθηκε να πληρώσει.
When a client cheats and refuses to pay.
Εάν κάποιος λαός ξεσηκωθεί και αρνηθεί να πληρώσει….
Turks refuse to pay taxes to Greek inspector.
Τούρκοι αρνούνται να πληρώσουν φόρους εις Έλληνα εισπράκτορα.
Dad refuses to pay for parking.
Ο μπαμπάς αρνείται να πληρώσει πάρκινγκ.
Adrian refused to pay protection money.
Αρνήθηκε να πληρώσει προστασία.
If a taxpayer neglects or refuses to pay.
Εάν κάποιος λαός ξεσηκωθεί και αρνηθεί να πληρώσει….
Icelanders refuse to pay.
Αρνούνται να πληρώσουν οι Ισλανδοί.
Results: 40, Time: 0.0619

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek