STARTED TO IMPLEMENT in Greek translation

['stɑːtid tə 'implimənt]
['stɑːtid tə 'implimənt]
αρχίσει να υλοποιούν
ξεκίνησε να εφαρμόζει
αρχίσει να εφαρμόζουν
άρχισε να εκτελεί
ξεκινήσει την υλοποίηση
ξεκινήσει την εφαρμογή

Examples of using Started to implement in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Official Journal of the European Union C 449/91 EN Court's comment Although the EEA has started to implement a new ex-ante
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 449/91 EL Σχόλιο του Συνεδρίου Μολονότι ο Οργανισμός έχει αρχίσει να εφαρμόζει νέα πολιτική προληπτικού
beneficiaries might have started to implement projects before the completion of the application,
οι δικαιούχοι ενδέχεται να έχουν ξεκινήσει την υλοποίηση των έργων πριν από την ολοκλήρωση της αίτησης,
the Finance Minister said that Greece has already started to implement policies which improve the business environment(reducing the bureaucratic burden),
υπουργός Οικονομικών είπε ότι η Ελλάδα έχει ήδη ξεκινήσει την εφαρμογή πολιτικών που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον(σ.σ. μείωση της γραφειοκρατίας),
That is the reason why he has started to implement multiple angles in his work around faces
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχει αρχίσει να εφαρμόζει πολλαπλές γωνίες στα έργα του γύρω από τα πρόσωπα
Evidence that an enterprise has started to implement a restructuring plan would be provided,
Απόδειξη ότι μια οικονομική οντότητα έχει αρχίσει να εφαρμόζει ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, θα παρεχόταν, για παράδειγμα,
adding that Greece has already started to implement policies which improve the business environment.
η Ελλάδα έχει ήδη ξεκινήσει την εφαρμογή πολιτικών που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον.
Initially, the socialist party during Socrates leadership started to implement, according to the impositions of Brussels,
Αρχικά, το σοσιαλιστικό κόμμα την περίοδο διακυβέρνησης Σόκρατες άρχισε να εφαρμόζει, σύμφωνα με τις επιταγές των Βρυξελλών,
The Commission, in the new training cycle which started in May 2016, has started to implement in the training courses the principle that EUCPT candidates are being evaluated by the trainers and receive individual feedback at the end of the training.
Η Επιτροπή, στο πλαίσιο του νέου κύκλου επιμόρφωσης που άρχισε τον Μάιο του 2016, έχει αρχίσει να εφαρμόζει στα μαθήματα επιμόρφωσης την αρχή ότι οι υποψήφιοι της ΠΠΕΕ αξιολογούνται από τους εκπαιδευτές και λαμβάνουν ατομική ανατροφοδότηση στο τέλος της επιμόρφωσης.
NBG has already started to implement significant rationalisation measures such as a voluntary staff retirement scheme,
Έχουν ήδη αρχίσει να εφαρμόζουν σημαντικά μέτρα εξορθολογισμού, όπως εθελούσια έξοδο εργαζομένων,
which the government had started to implement from its first month in power.
επισημαίνει πως η κυβέρνηση ήδη άρχισε να το εφαρμόζει από τον πρώτο μήνα.
has therefore started to implement actions in order to improve the planning process(see also finding 3.26.16.).
ως εκ τούτου, έχει αρχίσει να εφαρμόζει μέτρα προκειμένου να βελτιώσει τη διαδικασία σχεδιασμού(βλ. επίσης πόρισμα 3.26.16.).
Eventually, these companies started to implement machine learning algorithms into the process,
Τελικά, αυτές οι εταιρείες άρχισαν να εφαρμόζουν αλγόριθμους Μηχανικής Μάθησης στη διαδικασία,
it is encouraging that the authorities have started to implement its first key steps,
είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι αρχές έχουν αρχίσει να εφαρμόζουν τα πρώτα βασικά μέτρα,
while recently he started to implement his techniques on peripheral joints.
σχετικά πρόσφατα άρχισε να τις εφαρμόζει και στην θεραπεία των περιφερικών αρθρώσεων.
the EBRD had not yet started to implement projects in Kosovo, mainly because of the lack of a legal framework.
Ανάπτυξης δεν είχαν ακόμη αρχίσει να εφαρμόζουν σχέδια στο Κοσσυφοπέδιο κυρίως λόγω της έλλειψης νομικού πλαισίου.
Many LAGs had just started to implement their strategies.
είχαν μόλις αρχίσει να εφαρμόζουν τις στρατηγικές τους.
Member States have started to implement actions to address the problem,
τα κράτη μέλη έχουν αρχίσει να υλοποιούν μέτρα για την επίλυση του προβλήματος,
the Member States have started to implement actions to address the problem,
τα κράτη μέλη έχουν αρχίσει να υλοποιούν μέτρα για την επίλυση του προβλήματος,
EuropeAid set up and started to implement an‘Action Plan for a strengthened EuropeAid management
το EuropeAid κατάρτισε και άρχισε να εφαρμόζει«σχέδιο δράσης για την ενίσχυση της πυραμίδας διαχείρισης
the government started to implement privatizations in the public sector
η κυβέρνηση άρχισε να εφαρμόζει ιδιωτικοποιήσεις στον δημόσιο τομέα
Results: 51, Time: 0.0425

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek