A BASIC KNOWLEDGE in Greek translation

[ə 'beisik 'nɒlidʒ]
[ə 'beisik 'nɒlidʒ]
μια στοιχειώδη γνώση

Examples of using A basic knowledge in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
German and possesses a basic knowledge of French.
Γερμανικά και κατέχει βασική γνώση της Γαλλικής γλώσσας.
Excellent knowledge of English and a basic knowledge of German.
Γνωρίζει άπταιστα αγγλικά ενώ κατέχει βασική γνώση γερμανικών.
She speaks English and has a basic knowledge of Italian.
Μιλά αγγλικά και έχει βασική γνώση ιταλικών.
The examination requires a basic knowledge of German.
Για την εξέταση απαιτούνται βασικές γνώσεις γερμανικών.
You have already a basic knowledge in Greek, but you often feel insecure in using the language.
Έχετε ήδη μια βασική γνώση των ελληνικών, αλλά συχνά νιώθετε ανασφαλείς στο να χρησιμοποιήσετε την γλώσσα.
Summing up Building a brand on Instagram requires a basic knowledge of marketing techniques that you can obtain easy enough.
Το χτίσιμο ενός brand στο Ιnstagram απαιτεί μια στοιχειώδη γνώση τεχνικών marketing που μπορείς να αποκτήσεις χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.
Students acquire and develop a basic knowledge of language that allows them to communicate straightforward information in a familiar context.
Οι μαθητές να αποκτήσουν και να αναπτύξουν μια βασική γνώση της γλώσσας που τους επιτρέπει να επικοινωνούν απλή πληροφορίες σε ένα οικείο περιβάλλον.
Have a basic knowledge of information technologies attested by an ICT certificate(C2I
Έχουν μια βασική γνώση των τεχνολογιών της πληροφορίας αποδεικνύεται από το πιστοποιητικό ICT(C2I
A good understanding of polymer chemistry and a basic knowledge of Ludovic software is also desirable.
Μια καλή κατανόηση της χημεία πολυμερών και μια βασική γνώση του λογισμικού Ludovic είναι επίσης επιθυμητή.
No previous knowledge of printmaking is required however a basic knowledge of Photoshop software is a benefit.
Δεν απαιτείται καμία προηγούμενη γνώση της χαρακτικής όμως μια βασική γνώση του λογισμικού Photoshop είναι ένα όφελος.
These games are ideal for children who already have a basic knowledge of English.
Αυτά τα παιχνίδια είναι ιδανικά για παιδιά που έχουν ήδη μια βασική γνώση της αγγλικής γλώσσας.
Anyone who wants to try as a prospector requires the necessary hardware and a basic knowledge of how it works.
Όποιος θέλει να δοκιμάσει ως ερευνητής απαιτεί το απαραίτητο υλικό και μια βασική γνώση του πώς λειτουργεί.
we attempt to outline a basic knowledge of contemporary kosher food processing.
επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε μια βασική γνώση της σύγχρονης επεξεργασίας τροφίμων kosher.
It's easy to use: While a basic knowledge of SQL is required-and most relational databases require the same knowledge-MySQL is very easy to use.
Ορισμένα από τα πλεονεκτήματά της είναι τα ακόλουθα: Είναι εύκολη στη χρήση: Ενώ απαιτείται η βασική γνώση της SQL(όπως και στις περισσότερες σχεσιακές βάσεις δεδομένων), η MySQL είναι πολύ εύκολη στη χρήση.
Participants must have a basic knowledge of the principles and processes of IT Service Management.
Οι συμμετέχοντες πρέπει να έχουν βασικές γνώσεις σχετικά με τις αρχές και τις διαδικασίες της διαχείρισης υπηρεσιών πληροφορικής.
All children in the Pre-school& Kindergarten begin to gain a basic knowledge of Greek through games,
Όλα τα παιδιά στο Νηπιαγωγείο και την Προδημοτική αρχίζουν να αποκτούν βασική γνώση της Ελληνικής γλώσσας μέσω παιχνιδιών,
He possesses a basic knowledge of the legal and social system
Έχει βασικές γνώσεις σχετικά με την έννομη τάξη
Students should be able to program in C++ and have a basic knowledge of UNIX/Linux systems.
Οι χρήστες θα πρέπει να έχουν βασικές γνώσεις με το πρόγραμμα C και την εξοικείωση με το Linux ή Unix λειτουργικά συστήματα.
It is advisable that students have at least a basic knowledge in this language(level B1).
Είναι απαραίτητο οι εισερχόμενοι φοιτητές να έχουν τουλάχιστον βασικές γνώσεις σε αυτή τη γλώσσα(επίπεδο Ελληνομάθειας Β1).
(4) he possesses a basic knowledge of the legal and social system
Έχει βασικές γνώσεις σχετικά με την έννομη τάξη
Results: 134, Time: 0.0362

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek