A BASIC ELEMENT in Greek translation

[ə 'beisik 'elimənt]

Examples of using A basic element in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Mylona also pointed out, in the antiquity and through the Middle Ages, garos was a basic element of Mediterranean diet.
Τονίζει η κ. Μυλωνά,"ο γάρος αποτελούσε στην αρχαιότητα και στον μεσαίωνα, βασικό στοιχείο της διατροφής".
which is a basic element of the costume.
που είναι βασικό στοιχείο της φορεσιάς.
passive recovery both require a basic element of time management which,
παθητικής αποκατάστασης απαιτούν ένα βασικό στοιχείο διαχείρισης του χρόνου το οποίο,
DECENT Software Sale is a one-time opportunity to become a basic element of Blockchain driven decentralized future of media.
Η DECENT Πώληση λογισμικού είναι ένα μια μοναδική ευκαιρία να γίνετε ένα βασικό στοιχείο της Αλυσίδας που οδηγεί την αποκεντρωμένη στο μέλλον των ΜΜΕ.
In fact, this is a basic element of the ID project's transitional strategy;
Στην πραγματικότητα, αυτό είναι ένα βασικό στοιχείο της μεταβατικής στρατηγικής του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας.
The table under Tools- is a basic element for the maintenance of order
Ο πίνακας στο Εργαλεία- είναι ένα βασικό στοιχείο για τη διατήρηση της τάξης
they are a basic element of the European Union- the freedom of movement of goods,
είναι ένα βασικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων,
It has been seen instead as a basic element of national identity jeered at by the foreign Christian(or even atheist) oppressor.
Θεωρείται μάλλον σαν το βασικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας που καταπνίγεται από τον ξένο χριστιανό(ακόμα και άθεο) καταπιεστή.
Be careful, it's not the answer for rendering the text itself, but a basic element to keep track of.
Προσέξτε, δεν είναι από μόνο του η απάντηση για την απόδοση του κειμένου, αλλά ένα βασικό στοιχείο που πρέπει να παρακολουθείτε.
far from being‘talk' is a basic element of the present neoliberal consensus.
αντίθετα είναι ένα βασικό στοιχείο της σημερινής νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.
The Apostle Paul urges Christians to gain simplicity, which is a basic element of the life in Christ.
Ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τούς Χριστιανούς νά αποκτήσουν τήν απλότητα πού είναι ένα βασικό στοιχείο τής κατά Χριστόν ζωής.
is a basic element to the effort of growing
αποτελεί βασικό συστατικό στην προσπάθεια ανάπτυξης
to turn the other cheek becomes, for Socrates, a basic element of a just life.
για τον Σωκράτη το να στρέφεις το άλλο μάγουλο γίνεται βασικό συστατικό της δίκαιης ζωής.
As fat is a basic element of a nourishing as well as delicious diet,
Ως λίπος είναι ένα βασικό συστατικό ενός θρεπτικά και νόστιμα διατροφή, Proactol XS καταργεί
In politics, Victor L. Ehrenberg argues that a basic element of Pericles' legacy is Athenian imperialism,
Σε σχέση με την πολιτική κληρονομιά του Περικλή, ο Βίκτωρ Έρενμπεργκ υποστηρίζει ότι το βασικό στοιχείο της πολιτικής κληρονομιάς του Περικλή ήταν ο Αθηναϊκός ιμπεριαλισμός,
the importance of milk teeth lies in the fact that they are a basic element for speech and food,
η σημασία των δοντιών του γάλακτος έγκειται στο γεγονός ότι είναι ένα βασικό στοιχείο για την ομιλία και την τροφή,
This is a basic element that we all need to respect because,
Είναι ένα βασικό στοιχείο το οποίο οφείλουμε όλοι να σεβόμαστε.
So if you decide to make a basic element tuple luxurious snow-white limousine,
Έτσι, αν αποφασίσετε να κάνετε ένα βασικό στοιχείο πλειάδα πολυτελή κατάλευκα λιμουζίνα,
Realism is a basic element, but there exists too a subversion of it by a strange
Ο ρεαλισμός είναι ένα βασικό στοιχείο, αλλά υπάρχει και μία υπονόμευσή του από έναν περίεργο
initiative is a basic element of our fluid intelligence.
η πρωτοβουλία είναι ένα βασικό στοιχείο της ρευστής νοημοσύνης μας.
Results: 101, Time: 0.0437

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek