FORMS OF WORK in Greek translation

[fɔːmz ɒv w3ːk]

Examples of using Forms of work in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
lower-quality forms of work.
χαμηλότερης ποιότητας μορφές εργασίας.
In April 1986, the Foundation organized a"Colloquium on New Forms of Work and Activity" where discussion was based on major issue papers.
Τον Απρίλιο του 1986 το Ίδρυμα οργά νωσε"Συζήτηση επί των νέων μορφών εργασίας και απασχολήσεως" η οπ οία εστηρίχθη σε σημαντικές θεματικές εργασίες..
The right of the child to protection against harmful forms of work and against exploitation.
Το δικαίωμα του παιδιού στην προστασία από επιβλαβείς μορφές εργασίας και από την εκμετάλλευση.
This also extends to the fast-growing platform economy which gives rise to new forms of work and employment relationships.
Το ίδιο ισχύει και για την ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία πλατφορμών, η οποία προωθεί την ανάπτυξη νέων μορφών εργασίας και σχέσεων απασχόλησης.
Also concerned about the insurance- our pension and flexible forms of work, provided the new bill the Ministry of Education.
Ανησυχούμε επίσης για το ασφαλιστικό- συνταξιοδοτικό μας και για την ελαστικοποίηση των μορφών εργασίας, που προβλέπεται από το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας».
social exclusion or reformulation of forms of work in global capitalism?
αποκλεισμός/ένταξη ή αναδιοργάνωση των μορφών εργασίας στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό;?
the development of flexible forms of work.
της ανάπτυξης των ευέλικτων μορφών εργασίας.
promotion of other flexible forms of work.
προώθηση άλλων ευέλικτων μορφών εργασίας.
stresses the importance of quality child care services and flexible forms of work.
ζήτημα της μητρικής και της γονικής άδειας και υπογραμμίζει τη σημασία των ευέλικτων μορφών εργασίας.
This also means that new forms of work are no longer determined by the structure of the firm's premises; the firm expands beyond its boundaries, including as regards its customers.
Αυτό σημαίνει ότι οι νέες μορφές εργασίας δεν καθορίζονται πλέον από τη δομή των κτιριακών εγκαταστάσεων της επιχείρησης.
Invite social partners to focus their discussions on lifelong learning and new forms of work related to information technology(2000).
Έκκληση προς τους κοινωνικούς εταίρους να επικεντρώσουν τις συζητήσεις τους στη διά βίου μάθηση και στις νέες μορφές εργασίας που αφορούν την τεχνολογία πληροφόρησης(2000).
the digital economy and new forms of work, amongst others.
την ψηφιακή οικονομία και τις νέες μορφές εργασίας, μεταξύ άλλων".
We must look at ways to align our social security systems with new forms of work.
Πρέπει να θεσπισθούν μέτρα για την προσαρμογή της κοινωνικής ασφαλίσεως στις νέες μορφές εργασίας.
flexible forms of work are generalised.
ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων, γενικεύονται οι ελαστικές μορφές εργασίας.
such as precarious forms of work in the platform economy;
όπως οι επισφαλείς μορφές απασχόλησης στην οικονομία των πλατφορμών·.
Background Following the Foundation's initial research on new forms of work and activity, which was discussed
Γενικά Τις αρχικές έρευνες του Ιδρύματος στον τομέα των νέων μορφών εργασίας και απασχολήσεως, οι οποίες μελετήθηκαν
The reports show that the incidence of new forms of work and direct participation schemes is unequal among Southern Member States and they highlight the role of public policies in promoting such schemes.
Σύμφωνα με τις εκθέσεις η έκταση εφαρμογής των νέων μορφών εργασίας και αμέσου συμμετοχής είναι άνιση μεταξύ των Κρατών Μελών οι εκθέσεις επίσης προβάλλουν τον ρόλο των δημοσίων πολιτικών στην προαγωγή παρομοίων προγραμμάτων.
the resilient and precarious forms of work have created an environment of deplorable social groups that are raising the capitalist building.
των ελαστικών και επισφαλών μορφών εργασίας έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον εξαθλίωσης των κοινωνικών ομάδων που σηκώνουν στις πλάτες τους το καπιταλιστικό οικοδόμημα.
perfunctory and precarious forms of work have created an environment of deplorable social groups that are boosting capitalist planning.
των ελαστικών και επισφαλών μορφών εργασίας έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον εξαθλίωσης των κοινωνικών ομάδων που σηκώνουν στις πλάτες τους το καπιταλιστικό οικοδόμημα.
I should like to use the last part of my intervention to comment on what is to become of traditional arrangements following the emergence of new forms of work, where the principle of flexibility and traditional job security are being turned into employability.
Θα ήθελα να αφιερώσω το τελευταίο μέρος της ομιλίας μου στην τύχη των παραδοσιακών ρυθμίσεων μετά την εμφάνιση των νέων μορφών απασχόλησης, όπου και η αρχή της ελαστικότητας και όπου η παραδοσιακή ασφάλεια απασχόλησης μετατρέπεται σε απασχολησιμότητα.
Results: 127, Time: 0.0486

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek