HELP MITIGATE in Greek translation

[help 'mitigeit]
[help 'mitigeit]
συμβάλει στην άμβλυνση
βοηθούν στην άμβλυνση
να βοηθήσει να μετριάσει
συμβάλουν στον μετριασμό
βοηθήσουν στη μείωση

Examples of using Help mitigate in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
whether better management would help mitigate the effects of these infections.
η καλύτερη διαχείριση θα συμβάλει στην άμβλυνση των επιπτώσεων αυτών των λοιμώξεων.
entrepreneurs to submit ideas for projects that will help mitigate traffic congestion
καλεί φοιτητές κολλεγίων και επιχειρηματίες να υποβάλλουν ιδέες που θα βοηθήσουν στη μείωση της κυκλοφοριακής συμφόρησης
whether better management would help mitigate the effects of these infections.
η καλύτερη διαχείριση θα συμβάλει στην άμβλυνση των επιπτώσεων αυτών των λοιμώξεων.
controls can help mitigate the costs of CAP administration.
τους ελέγχους μπορούν να συμβάλουν στη μείωση του διοικητικού κόστους της ΚΓΠ.
other sources to provide key information services to improve the way the environment is managed, help mitigate the effects of climate change,
παρατήρησης της Γης και άλλες πηγές για την παροχή βασικών υπηρεσιών πληροφοριών για να βελτιώσει τον τρόπο διαχείρισης του περιβάλλοντος, την άμβλυνση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής,
other sources to provide key information services to improve the way the environment is managed, help mitigate the effects of climate change,
παρατήρησης της Γης και άλλες πηγές για την παροχή βασικών υπηρεσιών πληροφοριών για να βελτιώσει τον τρόπο διαχείρισης του περιβάλλοντος, την άμβλυνση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής,
other sources to provide key information services to improve the way the environment is managed, help mitigate the effects of climate change,
παρατήρησης της Γης και άλλες πηγές για την παροχή βασικών υπηρεσιών πληροφοριών για να βελτιώσει τον τρόπο διαχείρισης του περιβάλλοντος, την άμβλυνση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής,
Increasing levels of good cholesterol helps mitigate levels of bad cholesterol(LDL-C)
Η αύξηση των επιπέδων καλής χοληστερόλης συμβάλλει στην άμβλυνση των επιπέδων κακής χοληστερόλης(LDL-C)
A study at the University of Maryland Medical Centre found that the ability to laugh at stressful situations helps mitigate the damaging physical effects of distressing emotions.
Σε μελέτη από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ βρέθηκε ότι η ικανότητα να γελάει κανείς σε αγχωτικές καταστάσεις βοηθά να αμβλυνθούν οι καταστροφικές σωματικές συνέπειες των δυσάρεστων συναισθημάτων.
this design helps mitigate the previously mentioned risks of profit-driven privatization
ο σχεδιασμός αυτός συμβάλλει στην άμβλυνση των προαναφερθέντων κινδύνων ιδιωτικοποίησης, βάσει κερδών
the ability to laugh at stressful situations helps mitigate the damaging physical effects of distressing emotions.
η ικανότητα να γελάει κανείς σε αγχωτικές καταστάσεις βοηθά να αμβλυνθούν οι καταστροφικές σωματικές συνέπειες των δυσάρεστων συναισθημάτων.
Note: Disabling the presence functionality will help mitigate the issue.
Σημείωση: Η απενεργοποίηση της λειτουργικότητας παρουσίας θα σας βοηθήσει να μετριάσετε το πρόβλημα.
To sequester CO2 and help mitigate global climate.
Στη δέσμευση CO2 και προστασία του παγκόσμιου κλίματος.
Its resistance can help mitigate the consequences of an accident.
Με την ανθεκτικότητά του, μπορεί να μετριάζει τις επιπτώσεις ενός ατυχήματος.
But I have got a plan that should help mitigate the sting.
Αλλά έχω ένα σχέδιο το οποίο θα πρέπει να βοηθήσει να μετριάσουν το τσίμπημα.
The European Globalisation Fund was created to help mitigate such unfortunate events.
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση δημιουργήθηκε για να συμβάλλει στον μετριασμό τέτοιων δυσάρεστων περιστατικών.
These next-generation polymers could help mitigate pollution problems associated with plastic products.
Αυτά τα πολυμερή επόμενης γενιάς θα μπορέσουν να μετριάσουν τα προβλήματα ρύπανσης που συνδέονται με τα πλαστικά προϊόντα.
There are different actions that can help mitigate the impact of climate change.
Υπάρχουν διάφορες δράσεις οι οποίες μπορούν να συμβάλλουν στο να μετριαστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Healthy and resilient soil ecosystems are also essential to help mitigate and adapt to climate change.
Τα υγιή και ανθεκτικά εδαφικά οικοσυστήματα είναι επίσης ουσιώδους σημασίας, καθώς συμβάλλουν στον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και στην προσαρμογή σε αυτήν.
They expect us to help mitigate if not eliminate the congestion,
Περιμένουν από εμάς να συμβάλλουμε στον περιορισμό- εάν όχι στην εξάλειψη- της κυκλοφοριακής συμφόρησης,
Results: 699, Time: 0.0492

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek