IMPROVED ABILITY in Greek translation

[im'pruːvd ə'biliti]

Examples of using Improved ability in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
the sensor gives you improved 3D visualization, improved ability to see smaller objects
ο αισθητήρας σάς παρέχει βελτιωμένη απεικόνιση 3D, βελτιωμένη δυνατότητα προβολής μικρών αντικειμένων
It offers superior performance that begins with a markedly improved ability to track moving subjects
Προσφέρει ανώτερη απόδοση που ξεκινά με την εντυπωσιακά βελτιωμένη δυνατότητα παρακολούθησης κινούμενων θεμάτων
doing a new activity- helps to develop parts of the brain of the child that is associated with everything from stress management to an improved ability to learn.
με όλη την οικογένεια, το ταξίδι βοηθάει τα παιδιά στην ανάπτυξη τμημάτων του εγκεφάλου τους που σχετίζονται με όλα, από τη διαχείριση του στρες έως τη βελτίωση της ικανότητας μάθησης.
have been shaped by natural selection for improved ability to cheat, to detect cheats,
κλπ- διαμορφώθηκαν από τη φυσική επιλογή για να εξυπηρετήσουν τη βελτίωση της ικανότητας να εξαπατούμε, να αναγνωρίζουμε τους απατεώνες
streamlined and modern institutions for a EU of 27 members and an improved ability to act in areas of major priority for today's Union.
σύγχρονα θεσμικά όργανα για μία Ευρωπαϊκή Ένωση 27 μελών και με βελτιωμένη ικανότητα παρέμβασης σε τομείς άμεσης προτεραιότητας για τη σημερινή Ένωση.
modern institutions for a EU of 27 members and an improved ability to act in areas of major priority for today's Union.
σύγχρονα θεσμικά όργανα για μία Ευρωπαϊκή Ένωση 27 μελών και με βελτιωμένη ικανότητα παρέμβασης σε τομείς άμεσης προτεραιότητας για τη σημερινή Ένωση.
we endeavour to ensure that every student who passes through Good Hope Studies leaves with an improved ability to communicate in English
κάθε μαθητής που περνά μέσα από Καλής Ελπίδας Σπουδών αφήνει με μια βελτιωμένη ικανότητα να επικοινωνούν στα αγγλικά
Improves ability of your dentist to restore missing teeth.
Βελτιώνει την ικανότητα του οδοντιάτρου να αποκαταστήσει ελλείποντα δόντια.
Improves ability to control weight.
Βελτιώνει την ικανότητα να ελέγχει το βάρος.
and ginseng that improves ability of arginine to increase N.O.
και τζίνσενγκ που βελτιώνει την ικανότητα της αργινίνη να αυξήσει N.O.
Now there is no need to give up improving abilities to obtain a certain level.
Τώρα δεν υπάρχει καμία ανάγκη να εγκαταλείψουν βελτίωση των ικανοτήτων για να ληφθεί ένα ορισμένο επίπεδο.
prosperity depend on improving abilities to protect the EU against such threats,
ευημερία εξαρτώνται από τη βελτίωση των ικανοτήτων προστασίας της ΕΕ από τέτοιες απειλές,
Improved ability to set boundaries.
Βελτιωμένη την ικανότητά μου να ορίσω όρια.
Improved ability to compete in export markets.
Βελτίωσε την ικανότητα να ανταγωνιστούν στις εξαγωγικές αγορές.
Improved ability to eat a greater variety of foods.
Βελτιώνουν την ικανότητά σας να τρώτε μεγαλύτερη ποικιλία τροφών.
Improved ability descriptions for Disruptor and Nature's Prophet.
Βελτιωμένες περιγραφές ικανοτήτων για Disruptor και Nature's Prophet.
Improved ability to stay on a topic.
Την ικανότητα να διατηρήσουν την παραμονή τους σε ένα θέμα.
Improved ability of the dentist to restore missing teeth.
Βελτιώνει την ικανότητα του οδοντιάτρου να αποκαταστήσει ελλείποντα δόντια.
Improved ability to keep proper body fat degrees Reduced body fat.
Ενισχυμένος ικανότητα να διατηρηθεί κατάλληλο σωματικό λίπος βαθμούς Μειωμένο σωματικό λίπος.
The result of this is an improved ability to do physical activity.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της ικανότητας για σωματική άσκηση.
Results: 4407, Time: 0.0566

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek