SCALING in Greek translation

['skeiliŋ]
['skeiliŋ]
κλιμάκωση
escalation
scale
climax
scalability
intensification
escalate
the scaling
staggering
απολέπιση
exfoliation
scrub
desquamation
scaling
exfoliant
peeling
exfoliating
flaking
flakiness
exfoliator
κλίμακα
scale
range
level
ladder
gamut
bracket
ξελέπιασμα
scaling
scaling
ξελεπιάσματος
scaling
αποτρύγωση
scaling
ξελεπιάζοντας
scaling
ομοιοθεσία
scaling
φολίδωση
λεπίωση
λεπιών

Examples of using Scaling in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Scaling should be done very carefully.
Η κλιμάκωση πρέπει να γίνει πολύ προσεκτικά.
To set the page scaling, press Alt+P, S.
Για να ορίσετε την κλίμακα σελίδας, πατήστε Alt+Ε, Π.
pustules and scaling.
φλύκταινες και απολέπιση.
Does your model need scaling?
Το μοντέλο σας χρειάζεται scaling;?
Scaling and polishing of teeth(teeth cleaning).
Αποτρύγωση και στίλβωση δοντιών(καθαρισμός).
Promote higher paying offers, by scaling your currency exchange.
Προωθειστε υψηλότερες πληρωμές προσφορών, κλιμακώνοντας το συνάλλαγμα σας.
With patient scaling system and patient leaving bed alarm system(Optional).
Με το υπομονετικό σύστημα ξελεπιάσματος και το υπομονετικό σύστημα συναγερμών κρεβατιών αναχώρησης(προαιρετικά).
Those are for example the SEL scaling and the idle speed offset. IMMOBILISER BOXES.
Εκείνα είναι παραδείγματος χάριν το ξελέπιασμα SEL και το μη απασχόλησης όφσετ ταχύτητας. IMMOBILISER ΚΙΒΩΤΙΑ.
This first wage scaling can haunt one for years.
Αυτή η πρώτη κλιμάκωση των μισθών μπορεί να στοιχειώνει κάποιον για χρόνια.
Wage differences, job scaling and emoluments.
Μισθολογικές διαφορές, κλίμακα εργασίας και αποδοχές.
redness, and scaling, and is contagious to humans!
ερυθρότητα, και την απολέπιση, είναι μεταδοτική στον άνθρωπο!
Corrosion resistant, not scaling, no rust, anti-bacterial.
Αντιδιαβρωτικός, μην ξελεπιάζοντας, καμία σκουριά, αντιβακτηριακή.
The Scaling Up of a company.
Το Scaling Up μιας εταιρείας η.
Scaling and polishing of teeth(teeth cleaning)
Αποτρύγωση και στίλβωση δοντιών(καθαρισμός)
Image scaling is available,
Η κλίμακα εικόνας είναι διαθέσιμη,
High resistance to scaling and oxida-tion up to 2000°F.
Υψηλή αντίσταση στο ξελέπιασμα και την οξείδωση μέχρι 2000°F.
Automatic image scaling.
Αυτόματη κλιμάκωση της εικόνας.
With 5th steer castor for direction With patient scaling system.
Με το 5ο κάστορα ταύρων για την κατεύθυνση Με το υπομονετικό σύστημα ξελεπιάσματος.
Time dependence of hydrological processes and time scaling.
Χρονική εξάρτηση υδρολογικών διεργασιών και χρονική ομοιοθεσία D.
I broke a heel scaling this thing.
Έσπασα ένα τακούνι ξελεπιάζοντας αυτό το πράγμα.
Results: 848, Time: 0.0794

Top dictionary queries

English - Greek