UNCONSTRAINED in Greek translation

[ˌʌnkən'streind]
[ˌʌnkən'streind]
χωρίς περιορισμούς
απεριόριστο
unlimited
limitless
infinite
boundless
unbounded
unrestricted
endless
unconditional
immeasurable
αβίαστη
effortless
μη περιοριστικός
unconstrained
απεριόριστη
unlimited
limitless
infinite
boundless
unbounded
unrestricted
endless
unconditional
immeasurable
ανεξέλεγκτο
uncontrollable
uncontrolled
rampant
unchecked
unregulated
out of control
unmanageable
unrestrained
unfettered
unmonitored

Examples of using Unconstrained in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
at the same time axisFirst unconstrained and fit in everyday life!
την ίδια στιγμή άξοναΠρώτο χωρίς περιορισμούς και ταιριάζει στην καθημερινή ζωή!
the sameth time remains unconstrained and fit in everyday life!
ο χρόνος sameth παραμένει χωρίς περιορισμούς και εφαρμογή στην καθημερινή ζωή!
To be fair, the majority does not suggest that its indi- vidual autonomy right is entirely unconstrained.
Για να είμαι δίκαιος, η πλειοψηφία δεν υποδηλώνει ότι το δικαίωμα της αυτονομίας του προσώπου είναι εντελώς χωρίς περιορισμούς.
we create the tools for our clients' success, unconstrained by time, place,
δημιουργούμε τα εργαλεία που θα εξασφαλίσουν στους πελάτες μας την επιτυχία χωρίς περιορισμούς από άποψη χρόνου,
at the same BPEIt remains unconstrained and fit in everyday life!
την ίδια BPEIt παραμένει χωρίς περιορισμούς και εφαρμογή στην καθημερινή ζωή!
To be fair, the majority does not suggest that its individual autonomy right is entirely unconstrained.
Για να είμαι δίκαιος, η πλειοψηφία δεν υποδηλώνει ότι το δικαίωμα της αυτονομίας του προσώπου είναι εντελώς χωρίς περιορισμούς.
That their agreement to its use have not been given clearly in writing and also unconstrained and knowingly.
Η συμφωνία τους με τη χρήση της δεν έχουν δοθεί με σαφήνεια και εγγράφως και επίσης χωρίς περιορισμούς και εν γνώσει.
It is precisely because He is the God of all mankind that He works freely, unconstrained by any conditions-this is the greatest of all visions.
Ακριβώς επειδή είναι ο Θεός όλης της ανθρωπότητας, εργάζεται ελεύθερα, χωρίς να περιορίζεται από οποιεσδήποτε συνθήκες- και τούτο αποτελεί το μεγαλύτερο από όλα τα οράματα.
It is precisely because He is the God of all mankind that He works freely, unconstrained by any conditions-and this is the greatest of all visions.
Ακριβώς επειδή είναι ο Θεός όλης της ανθρωπότητας, εργάζεται ελεύθερα, χωρίς να περιορίζεται από οποιεσδήποτε συνθήκες- και τούτο αποτελεί το μεγαλύτερο από όλα τα οράματα.
Unconstrained by practical concerns for the purpose of inspiring ideas
Χωρίς να περιορίζονται από πρακτικές ανησυχίες για τους σκοπούς του πρωτότυπες ιδέες
bodies in motion in smooth space unconstrained by other bodies epitomize liberated,
τα σώματα που κινούνται σε λείο χώρο χωρίς να περιορίζονται από άλλα σώματα ενσαρκώνουν απελευθερωμένες μη κωδικοποιημένες ροές,
years to dedicate to the unconstrained pursuit of its policies.
χρόνια για να προσηλωθεί απερίσπαστη στην άσκηση της πολιτικής της.
Readers: OA gives them barrier-free access to the literature they need for their research, unconstrained by the budgets of the libraries where they may have access privileges.
Αναγνώστες: Η ανοιχτή πρόσβαση τους δίνει ανεμπόδιστη πρόσβαση στη λογοτεχνία που χρειάζονται για την έρευνα τους, χωρίς να περιορίζεται από τoυς προϋπολογισμούς των βιβλιοθηκών που παρέχουν πρόσβαση.
years to dedicate to the unconstrained pursuit of its policies.
χρόνια για να προσηλωθεί απερίσπαστη στην άσκηση της πολιτικής της.
Europe regulates, unconstrained by the legislative paralysis
η Ευρώπη ρυθμίζει, χωρίς να περιορίζεται από τη νομοθετική παράλυση
Free will is the ability of agents to make choices unconstrained by certain factors.
Ελεύθερη θέληση είναι η ικανότητα του ατόμου και γενικότερα του κάθε έμβιου όντος να προβαίνει σε επιλογές χωρίς να περιορίζεται από ορισμένους παράγοντες.
through the sweetness of the words uttered by your Lord, the Unconstrained; and still ye slumber.
χάρη στη γλυκύτητα των λόγων που εκφράστηκαν από τον Κύριό σας, τον Απεριόριστο· και εσείς ακόμα κοιμάστε.
I look back on it and the performance of the unconstrained fund in the past four years with Janus has been unsatisfactory,
Κοιτάζω πίσω και βλέπω την επίδοση του Unconstrained Fund τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην Janus, και δεν υπάρχει αμφιβολία
I look back on it and the performance of the unconstrained fund in the past four years with Janus has been unsatisfactory,
Κοιτάζω πίσω και βλέπω την επίδοση του Unconstrained Fund τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην Janus, και δεν υπάρχει αμφιβολία
the service will use the saved credentials to run as the specified account and will have unconstrained use of the resulting token.
η υπηρεσία θα χρησιμοποιήσει τα αποθηκευμένα διαπιστευτήρια για να εκτελεστεί ως ο καθορισμένος λογαριασμός και θα έχει απεριόριστη χρήση του τελικού διακριτικού.
Results: 77, Time: 0.0683

Top dictionary queries

English - Greek