DEVELOPED A METHOD in Greek translation

[di'veləpt ə 'meθəd]
[di'veləpt ə 'meθəd]
αναπτύξει μια μέθοδο
ανέπτυξαν μια μέθοδο
ανέπτυξε μία μέθοδο

Examples of using Developed a method in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
In their 2015 study, Slatyer and her colleagues developed a method to determine whether the profile of this spherical region is smooth or“grainy.”.
Στη μελέτη του το 2015, οι ερευνητές ανέπτυξαν μια μέθοδο για να προσδιορίσουν εάν η εικόνα αυτής της σφαιρικής περιοχής είναι ομαλή ή κοκκώδης.
Library Information Technology has developed a method PDF to allow similar functionality as the desktop proxify button on iOS.
η Βιβλιοθήκη Πληροφορικής έχει αναπτύξει μια μέθοδο PDF για να επιτρέψει παρόμοια λειτουργικότητα με το κουμπί της επιφάνειας εργασίας Proxify για iOS.
In the year 1884, Gram developed a method for distinguishing between two major classes of bacteria.
Στο Βερολίνο, το 1884, ο Gram ανέπτυξε μια μέθοδο για τη διάκριση των βακτηρίων σε δύο κύριες κατηγορίες.
The researchers developed a method to open the red blood cells,
Οι ερευνητές ανέπτυξαν μια μέθοδο που επιτρέπει στο άνοιγμα του ερυθρού αιμοσφαιρίου,
Scientists have developed a method to enhance the activity of enzymes by using radio frequency radiation.
Οι επιστήμονες έχουν αναπτύξει μια νέα μέθοδο για τη βελτίωση της δραστηριότητας των ενζύμων με τη χρήση ακτινοβολίας ραδιοσυχνοτήτων.
Already early on Beiersdorf developed a method to ensure a balanced UVA and UVB protection.
Ήδη από νωρίς, η Beiersdorf ανέπτυξε μια μέθοδο για να εξασφαλίσει ισορροπημένη προστασία ενάντια τόσο στις ακτίνες UVA όσο και στις UVB.
Archimedes had developed a method to derive a finite answer for the sum of infinitely many terms that get progressively smaller.
ο Αρχιμήδης είχε αναπτύξει μια μέθοδο για τη δημιουργία μιας πεπερασμένης απάντησης για το άθροισμα των άπειρα πολλών όρων που παίρνουν σταδιακά μικρότερους.
Scientists in Italy were concerned about the emergence of these substances and developed a method to search through 1,500 food additives
Επιστήμονες στην Ιταλία ανησύχησαν για την εμφάνιση αυτών των συστατικών και ανέπτυξαν μια μέθοδο για να ψάξουν μέσα από 1.5 πρόσθετα τροφίμων
In Switzerland, a team of specialists developed a method that allows early detection of the development of diseases such as Parkinson and Alzheimer's.
Στην Ελβετία, μια ομάδα ειδικών ανέπτυξε μια μέθοδο που επιτρέπει την έγκαιρη ανίχνευση της ανάπτυξης ασθενειών όπως η νόσος του Πάρκινσον και η νόσος του Alzheimer.
claim to have developed a method of producing flavonoids that kill bacteria right from the start.
ισχυρίζονται ότι έχουν αναπτύξει μια μέθοδο παραγωγής φλαβονοειδών που σκοτώνουν τα βακτήρια από την αρχή.
that happened when Japanese scientists developed a method to stop the speedy melting of the ice cream.
επιστήμονες από το πανεπιστήμιο Kanazawa ανέπτυξαν μια μέθοδο για να σταματήσουν την ταχεία τήξη του παγωτού.
Solvay process In 1861, the Belgian industrial chemist Ernest Solvay developed a method to convert sodium chloride to sodium carbonate using ammonia.
Το 1861, ο Βέλγος βιομηχανικός χημικός Έρνστ Σόλβεϊ(Ernest Solvay) ανέπτυξε μια μέθοδο μετατροπής του χλωριούχου νατρίου σε ανθρακικό νάτριο χρησιμοποιώντας αμμωνία.
Researchers at Örebro University have, together with a well-known research team in Denmark, developed a method for studying how metabolism in gut bacteria influences our health.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Örebro, μαζί με μια γνωστή ερευνητική ομάδα στη Δανία, ανέπτυξαν μια μέθοδο για να μελετήσουν πώς επηρεάζει την υγεία ο….
has developed a method to make bacteria produce diesel on demand.
έχει αναπτύξει μια μέθοδο για να κάνει τα βακτήρια να παράγουν πετρέλαιο κατά παραγγελία.
In 1861, the Belgian industrial chemist Ernest Solvay developed a method to convert sodium chloride to sodium carbonate using ammonia.
Το 1861, ο Βέλγος βιομηχανικός χημικός Έρνστ Σόλβεϊ(Ernest Solvay) ανέπτυξε μια μέθοδο μετατροπής του χλωριούχου νατρίου σε ανθρακικό νάτριο χρησιμοποιώντας αμμωνία.
has developed a method to make bacteria produce diesel on demand.
με την υποστήριξη της Shell, έχει αναπτύξει μια μέθοδο για να κάνει τα….
scientists led by Alexander Karasev, developed a method of treatment that was energy efficient, multi-applicable, portable and also non-invasive.
με την καθοδήγηση του Alexander Karasev στα τέλη του 1970, ανέπτυξαν μια μέθοδο θεραπείας ενεργειακή, πολύ-εφαρμοζόμενη και μη επεμβατική.
we have developed a method of determining this value in a classroom experiment.
έχουμε αναπτύξει μια μέθοδο προσδιορισμού της με ένα πείραμα στην τάξη.
We have developed a method with which you can learn Swedish in short order
Έχουμε αναπτύξει μία μέθοδο, με την οποία μπορείτε σε σύντομο χρονικό διάστημα να μάθετε σουηδικά
Autism consultant Carol Gray has developed a method called Social Stories,
Η Carol Gray, σύμβουλος αυτισμού, έχει αναπτύξει μία διαδραστική μέθοδο που ονομάζεται«Κοινωνικές Ιστορίες»(Social StoriesTM)
Results: 82, Time: 0.0374

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek