EXPLOITABLE in Greek translation

εκμεταλλεύσιμων
exploitable
exploited
εκμεταλλεύσιμους
exploitable
αξιοποιήσιμες
εκμεταλλεύσιμης
exploitable
εκμεταλλεύσιμοι
exploitable
exploited
taken advantage
αξιοποιήσιμα
usable
useful
actionable
exploitable
useable
reclaimed
προς εκμετάλλευση
for exploitation
to be exploited
exploitable
for use
to abuse
εκμεταλλεύσιμο
exploited
εκμεταλλεύσιμη
exploited
εκμεταλλεύσιμες
exploited

Examples of using Exploitable in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Automated dynamic scanning which exercises the application may provide insight into whether some exploitable injection flaws exist.
Η αυτοματοποιημένη δυναμική σάρωση που ελέγχει την εφαρμογή μπορεί να παράσχει πληροφόρηση σχετικά με το αν υπάρχουν εκμεταλλεύσιμα λάθη τύπου έγχυσης(injection).
its ability to support exploitable cod populations.
στην ικανότητά της να συντηρήσει εκμεταλλεύσιμους πληθυσμούς γάδου.
The worshipful capitalists will never want for fresh exploitable flesh and blood, and will let the dead bury their dead.
Οι κύριοι κεφαλαιοκράτες δε θα υποφέρουν από έλλειψη νέας εκμεταλλεύσιμης σάρκας, θα επιτρέψουν στους πεθαμένους να θάψουν τους νεκρούς τους.
with great possibilities for the existence of financially exploitable hydrocarbon reserves,'' he pointed out.
της Κύπρου αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη περιοχή, με μεγάλες πιθανότητες για ύπαρξη οικονομικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων'', υπογράμμισε.
After the application of the plan, 750 m² of the total area of the land will remain exploitable.
Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο, 750 m² από τη συνολική επιφάνεια του οικοπέδου απομένουν εκμεταλλεύσιμα.
while have other productive activities and exploitable resources.
παράλληλα διαθέτουν και άλλες παραγωγικές δραστηριότητες και εκμεταλλεύσιμους πόρους.
While some became unemployed and easily exploitable, other were cast into-or confined within-the excess of the unemployable.
Ενώ κάποιοι έγιναν άνεργοι και εύκολα εκμεταλλεύσιμοι, κάποιοι άλλοι πεταχτήκαν- ή περιορίστηκαν μέσα- στο πλεόνασμα των μη απασχολήσιμων.
Estimates of exploitable worldwide geothermal energy resources vary considerably,
Εκτιμήσεις των πηγών της παγκόσμιας εκμεταλλεύσιμης γεωθερμικής ενέργειας ποικίλλουν αρκετά,
with 10 billion tonnes of exploitable reserves.
με 10 δισ. τόνους εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων.
then probes the issues to help determine how exploitable they are.
στη συνέχεια διερευνά τα ζητήματα για να υπολογίσει πόσο εκμεταλλεύσιμα είναι.
they provide a pool of cheap and exploitable labor, and as such have played a vital role in whatever“recovery” the economists detect.
γίνονται μια δεξαμενή φτηνής και εκμεταλλεύσιμης εργασίας, και ως τέτοιοι έχουν παίξει ζωτικό ρόλο σε οποιαδήποτε«ανάκαμψη» ανιχνεύουν οι οικονομολόγοι.
And while countries that have exploitable deposits of gold to use to enhance their monetary position,
Κι ενώ οι χώρες που διαθέτουν αξιοποιήσιμα κοιτάσματα χρυσού τα χρησιμοποιούν για να ενισχύσουν τη νομισματική τους θέση,
on the other the limitedness of exploitable fossil resources.
από την άλλη η περιορισμένη ποσότητα των εκμεταλλεύσιμων ορυκτών πόρων.
as most of them contain exploitable vulnerabilities.
καθώς οι περισσότερες περιέχουν εκμεταλλεύσιμα τρωτά σημεία.
The worshipful capitalists will not find their fresh supply of exploitable flesh and blood run short, and will lei the dead bury their dead.
Οι κύριοι κεφαλαιοκράτες δε θα υποφέρουν από έλλειψη νέας εκμεταλλεύσιμης σάρκας, θα επιτρέψουν στους πεθαμένους να θάψουν τους νεκρούς τους.
Israeli settlements occupy most of the valley's arable land- which constitutes the most exploitable agricultural, farming land in the entire West Bank.
Οι ισραηλινοί οικισμοί καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργήσιμων εκτάσεων της κοιλάδας- οι οποίες και αποτελούν τα περισσότερο αξιοποιήσιμα εδάφη, από γεωργοκτηνοτροφική άποψη, σε όλη την Δυτική Όχθη.
was not simply an accumulation and concentration of exploitable workers and capital.
απλώς μια συσσώρευση και συγκέντρωση εργατών προς εκμετάλλευση, και κεφαλαίου.
Inevitably, closure brings about violence, as well as an increased number of impoverished and exploitable illegal immigrants.
Αναπόφευκτα, το κλείσιμο επιφέρει βία και έναν αυξανόμενο αριθμό πτωχευμένων και εκμεταλλεύσιμων παράνομων μεταναστών.
granite that are exploitable products.
του γρανίτη τα οποία είναι εκμεταλλεύσιμα προϊόντα.
to produce research results under economically exploitable.
να παράγουν ερευνητικά αποτελέσματα, δυνάμει οικονομικά αξιοποιήσιμα.
Results: 167, Time: 0.0519

Top dictionary queries

English - Greek