MINIMIZATION in Greek translation

ελαχιστοποίηση
minimize
minimization
minimisation
minimise
reduce
decrease
lowering
μείωση
reduction
decrease
decline
drop
fall
depletion
reducing
cutting
lowering
lower
ελαχιστοποιηση
minimization
ελαχιστοποίησης
minimize
minimization
minimisation
minimise
reduce
decrease
lowering
μείωσης
reduction
decrease
decline
drop
fall
depletion
reducing
cutting
lowering
lower

Examples of using Minimization in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Official category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Conversion to 3-dimensional representation is achieved by energy minimization approaches.
Η μετατροπή σε τρισδιάστατη αναπαράσταση πετυχαίνεται με προσεγγίσεις ελαχιστοποίησης της ενέργειας.
Reduction of stock level and cost minimization.
Μείωση στο επίπεδο των αποθεμάτων και ελαχιστοποίηση του κόστους.
We have a harm minimization process.
Έχουμε μια διαδικασία ελαχιστοποίησης του κακού.
Relevance to processing goals and minimization of collected data;
Συνάφεια με την επεξεργασία των στόχων και την ελαχιστοποίηση των συλλεγόμενων δεδομένων.
Pharmacovigilance Plan or risk minimization activities.
Το Πρόγραμμα Φαρμακοεπαγρύπνησης ή τις δραστηριότητες ελαχιστοποίησης κινδύνου.
Purpose limitation and data minimization.
Περιορισμός του σκοπού και ελαχιστοποίηση των δεδομένων.
These are called minimization procedures.
Αυτές ονομάζονται διαδικασίες ελαχιστοποίησης.
Data economy/ Data minimization.
Οικονομία δεδομένων/ ελαχιστοποίηση δεδομένων.
Or by solving the minimization problem.
Επιλύοντας το πρόβλημα ελαχιστοποίησης βρίσκουμε ότι.
Permanent effort for the minimization of use of chemicals.
Διαρκής προσπάθεια για την ελαχιστοποίηση της χρήσης χημικών.
Minimization: This is a type of denial coupled with rationalization.
Ελαχιστοποίησης: Αυτό είναι ένα είδος άρνησης σε συνδυασμό με τον εξορθολογισμό.
Minimization- This tactic is a unique kind of denial coupled with rationalization.
Ελαχιστοποίησης: Αυτό είναι ένα είδος άρνησης σε συνδυασμό με τον εξορθολογισμό.
Minimization of employee time required for monitoring promotional issues.
Την ελαχιστοποίηση του χρόνου ενασχόλησης των εργαζομένων με τη δυναμική παρακολούθηση για θέματα προβολής.
Minimization of losses in logistics warehouses and cross-docking.
Ελαχιστοποίησης απωλειών στις αποθήκες εφοδιασμού και στο cross-docking.
The minimization of operational costs
Τον περιορισμό του λειτουργικού κόστους της εταιρείας
Minimization of waste and byproducts, both for savings
Η ελαχιστοποίηση των αποβλήτων, τόσο για οικονομικούς όσο
The minimization of accidents during our services implementation.
Στην ελαχιστοποίηση των ατυχημάτων κατά την υλοποίηση των υπηρεσιών μας.
Minimization of the disturbance to the eco-system is achieved by means of.
Η ελαχιστοποίηση της διαταραχής του οικοσυστήματος επιτυγχάνεται με.
Minimization of environmental pollution through the reduction,
Στην ελαχιστοποίηση της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος μέσω της μείωσης,
Minimization of CO2 emissions
Στην ελαχιστοποίηση των εκπομπών αερίων(CO2)
Results: 634, Time: 0.04

Top dictionary queries

English - Greek