SUCCEEDED IN CREATING in Greek translation

[sək'siːdid in kriː'eitiŋ]
[sək'siːdid in kriː'eitiŋ]
πέτυχε να δημιουργήσει
κατόρθωσε να δημιουργήσει
επιτύχει να δημιουργήσουμε
καταφέρει να δημιουργήσουν
επέτυχαν στην δημιουργία

Examples of using Succeeded in creating in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
After years of hard work, beating the technical and qualification challenges, our team succeeded in creating an innovative flying car that complies with existing safety standards,
Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς για την αντιμετώπιση όλων των τεχνικών προκλήσεων η ομάδα μας κατάφερε να δημιουργήσει ένα καινοτόμο ιπτάμενο αυτοκίνητο, που ανταποκρίνεται στα υφιστάμενα στάνταρ ασφαλείας,
After years of hard work, beating the technical and qualification challenges, our team succeeded in creating an innovative flying car that complies with existing safety standards,
Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς για την αντιμετώπιση όλων των τεχνικών προκλήσεων η ομάδα μας κατάφερε να δημιουργήσει ένα καινοτόμο ιπτάμενο αυτοκίνητο, που ανταποκρίνεται στα υφιστάμενα στάνταρ ασφαλείας,
the State of Israel project succeeded in creating a strong, centrist state that promotes a melting pot policy for Jews who came from the four corners of the globe.
το κράτος του Ισραήλ κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα ισχυρό, φιλελεύθερο κράτος που προωθεί μια πολιτική χωνευτηριού για τους Εβραίους που ήρθαν εκεί από τις τέσσερις γωνιές του πλανήτη.
Today we can say that we have succeeded in creating solid foundations for a global automaker with a mix of experience
Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι έχουμε επιτύχει να δημιουργήσουμε στέρεες βάσεις για μια παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία με τον συνδυασμό εμπειρίας
After years of hard work, beating the technical and qualification challenges, our team succeeded in creating an innovative flying car that complies with existing safety standards,
Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς για την αντιμετώπιση όλων των τεχνικών προκλήσεων η ομάδα μας κατάφερε να δημιουργήσει ένα καινοτόμο ιπτάμενο αυτοκίνητο, που ανταποκρίνεται στα υφιστάμενα στάνταρ ασφαλείας,
After years of hard work, beating the technical and qualification challenges, our team succeeded in creating an innovative flying car that complies with existing safety standards determined by regulatory bodies around the world," PAL-V CEO Robert Dingemanse said in a statement.
Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς για την αντιμετώπιση όλων των τεχνικών προκλήσεων η ομάδα μας κατάφερε να δημιουργήσει ένα καινοτόμο ιπτάμενο αυτοκίνητο, που ανταποκρίνεται στα υφιστάμενα στάνταρ ασφαλείας, που έχουν θεσπίσει οι εποπτικές αρχές ανά την υφήλιο», λέει ο διευθύνων σύμβουλος της PAL-V, Robert Dingemanse.
Today we can say that we have succeeded in creating solid foundations for a global automaker with a mix of experience
Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι έχουμε επιτύχει να δημιουργήσουμε στέρεες βάσεις για μια παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία με τον συνδυασμό εμπειρίας
In truth, most have simply succeeded in creating electoral imbalances that only serve to aggravate the problems,
Στην πράξη, οι περισσότερες έχουν απλώς καταφέρει να δημιουργήσουν εκλογικές ανισορροπίες οι οποίες οδηγούν μόνο στην όξυνση των προβλημάτων,
After years of hard work, beating the technical and qualification challenges, our team succeeded in creating an innovative flying car that complies with existing safety standards,
Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς για την αντιμετώπιση όλων των τεχνικών προκλήσεων η ομάδα μας κατάφερε να δημιουργήσει ένα καινοτόμο ιπτάμενο αυτοκίνητο, που ανταποκρίνεται στα υφιστάμενα στάνταρ ασφαλείας,
Only when we have succeeded in creating a transparent and efficient market where consumers' rights are fully safeguarded
Μόνο όταν έχουμε επιτύχει να δημιουργήσουμε μια διαφανή και αποδοτική αγορά όπου τα δικαιώματα των καταναλωτών διασφαλίζονται πλήρως
Siemens has succeeded in creating a building that's both innovative and harmonious,
η Siemens έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα κτήριο που είναι τόσο καινοτόμο όσο
the solidarity community have succeeded in creating a factory always open for
η κοινότητα των αλληλέγγυων έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα εργοστάσιο ανοιχτό
The Japanese miracle, which succeeded in creating a collective workforcein debt and its modes of subjectivation.">
Το ιαπωνικό θαύμα, που κατάφερε να δημιουργήσει ένα συλλογικό εργατικό δυναμικό
the Friendly Company had succeeded in creating a successful communication between the core of Tripolitsa
η Φιλική Εταιρεία είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια επιτυχή επικοινωνία μεταξύ του πυρήνα της Τριπολιτσάς
The 40 farmer women of Petra succeeded in creating a successful business
Οι 40 αγρότισσες της Πέτρας κατάφεραν να δημιουργήσουν μια επιτυχημένη επιχείρηση και να δώσουν το μήνυμα της κοινωνικής
The empire of Joseph began in 1972 thanks to the inimitable Joseph Ettedgui who succeeded in creating a place where the vibrant
Η αυτοκρατορία του Joseph ξεκίνησε το 1972, χάρη στον αμίμητο Joseph Ettedgui ο οποίος κατάφερε να δημιουργήσει ένα χώρο όπου το ζωντανό
Now, in a stunning act of modern-day alchemy, scientists at Harvard University have finally succeeded in creating a tiny amount of what is the rarest,
Και τώρα, επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ισχυρίζονται πως έχουν τελικά καταφέρει να δημιουργήσει μια μικρή ποσότητα του σπανιότερου
Bölzer succeeded in creating an eerie yet ritualistic atmosphere,
οι Bölzer κατάφεραν να δημιουργήσουν μια απόκοσμη μα τελετουργική ατμόσφαιρα,
Lappeenranta University of Technology(LUT) succeeded in creating a protein powder,
του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Lappeenranta(LUT) κατάφεραν να δημιουργήσουν σκόνη πρωτεΐνης,
This is the reason why we have succeeded in creating an integrated manufacturing system that exceeds market expectations for quality,
Για αυτό έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε ένα ολοκληρωμένο κατασκευαστικό σύστημα που ξεπερνά τις προσδοκίες της αγοράς στην ποιότητα, στην ανθεκτικότητα, στην ταχύτητα τοποθέτησης,
Results: 56, Time: 0.0449

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek