SYSTEMATIC ERRORS in Greek translation

[ˌsistə'mætik 'erəz]
[ˌsistə'mætik 'erəz]
συστηματικά σφάλματα
συστηματικά λάθη
συστηματικών σφαλμάτων

Examples of using Systematic errors in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
less influenced by systematic errors in the data, than with each individual data point retained.
επηρεαζόμενη σε μικρότερο βαθμό από τα συστηματικά σφάλματα των δεδομένων, απ' ό, τι η εκτίμηση με κάθε επιμέρους σημείο δεδομένων που έγινε δεκτό.
including extrapolation of systematic errors detected in the audits on non-audited cost claims.
συμπεριλαμβανομένων των διά παρεκτάσεως εκτιμηθέντων συστηματικών σφαλμάτων που διαπιστώθηκαν κατά τον έλεγχο επί μη ελεγχθεισών δηλώσεων δαπανών.
A systematic error is one which conforms to some mathematical
Τα συστηματικά σφάλματα είναι εκείνα που γενικώς ακολουθούν κάποιο μαθηματικό
This is a systematic error of its policy.
Είναι ένα συστηματικό λάθος της πολιτικής της.
Roughly, bias is systematic error and variance is random error..
Κατά προσέγγιση, η προκατάληψη είναι συστηματικό σφάλμα και η διακύμανση είναι τυχαίο λάθος.
An experiment that has small systematic error is said to be accurate.
Μια μελέτη με ένα μικρό συστηματικό σφάλμα λέγεται ότι έχει υψηλή ακρίβεια.
A measurement with small random error and small systematic error is said to have high accuracy.
Μια μελέτη με ένα μικρό συστηματικό σφάλμα λέγεται ότι έχει υψηλή ακρίβεια.
Violation suggests systematic error.
Η παραβίαση υποδηλώνει συστηματικό σφάλμα.
It is a type of cognitive bias and a systematic error of inductive reasoning.
Είναι ένας τύπος γνωστικής προκατάληψης και ένα συστηματικό σφάλμα του επαγωγικού συλλογισμού.
Also called systematic error.
Επίσης υπολογίστε το συστηματικό σφάλμα.
Failure of this rule indicates a shift and the presence of systematic error.
Η αποτυχία αυτού του κανόνα υποδεικνύει μια μετατόπιση και την παρουσία συστηματικού σφάλματος.
To detect the occurrence of systematic error.
Ταυτοποίηση της αιτίας του συστηματικού σφάλματος.
Method is sensitive to systematic error.
Το κριτήριο είναι ευαίσθητο σε συστηματικό σφάλμα.
Trueness is a measure of systematic error, i.e. the difference between the mean value of the large number of repeated measurements
Η ορθότητα είναι ένα μέτρο του συστηματικού σφάλματος, δηλαδή η διαφορά μεταξύ της μέσης τιμής μεγάλου αριθμού επαναλαμβανόμενων μετρήσεων
The principal type of systematic error observed concerns unwarranted deductions from aid payments.
Το κυριότερο είδος συστηματικού σφάλματος που επισημάνθηκε αφορά τις αδικαιολόγητες παρακρατήσεις ποσών που πραγματοποιήθηκαν από τις καταβληθείσες ενισχύσεις.
Accuracy is the systematic error and represents the difference between the average value of a large number of repeated measurements
Η ορθότητα είναι ένα μέτρο του συστηματικού σφάλματος, δηλαδή η διαφορά μεταξύ της μέσης τιμής μεγάλου αριθμού επαναλαμβανόμενων μετρήσεων
Note 1(1*): Trueness is the systematic error and is the difference between the mean value of the large number of repeated measurements
Σημείωση 1: Πιστότητα είναι το συστηματικό σφάλμα και είναι η διαφορά μεταξύ της μέσης τιμής μεγάλου αριθμού επαναλαμβανόμενων μετρήσεων
Note 1: accuracy is the systematic error and is the difference between the average value of a large number of repeated measurements
Σημείωση 1: Πιστότητα είναι το συστηματικό σφάλμα και είναι η διαφορά μεταξύ της μέσης τιμής μεγάλου αριθμού επαναλαμβανόμενων μετρήσεων
This delay causes a systematic error of about 2 seconds per hour which must be corrected through software.
Η συγκεκριμένη καθυστέρηση προκαλεί ένα συστηματικό σφάλμα της τάξης των 2 δευτερολέπτων ανά ώρα που χρήζει διόρθωσης μέσω κατάλληλου κώδικα.
Such systematic error is seriously damaging to RCTs,
Τέτοιο συστηματικό σφάλμα βλάπτει σοβαρά τις ΤΚΔ,
Results: 41, Time: 0.0334

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek