TO ENTER INTO A CONTRACT in Greek translation

[tə 'entər 'intə ə 'kɒntrækt]
[tə 'entər 'intə ə 'kɒntrækt]
για να εισέρχεστε σε σύμβαση
to enter into a contract
να συνάψουμε σύμβαση
να συνάπτουμε συμβάσεις
να συνάπτουν σύμβαση

Examples of using To enter into a contract in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Each decision by Customer to enter into a Contract or other transaction with us and each decision whether a Contract
Κάθε απόφαση του Πελάτη να συνάψει σύμβαση ή άλλη συναλλαγή με εμάς και κάθε απόφαση κατά πόσο ένα συμβόλαιο
Each decision by Client to enter into a Contract or another transaction with FXFair and each decision whether a Contract
Κάθε απόφαση του Πελάτη να συνάψει σύμβαση ή άλλη συναλλαγή με εμάς και κάθε απόφαση κατά πόσο ένα συμβόλαιο
have full legal capacity to enter into a contract; and(iii)
να έχετε πλήρη νομική ισχύ για να εισέρχεστε σε σύμβαση και(iii) εάν είστε ιδιώτης,
Each decision by Customer to enter into a contract or transaction with PPS and each decision whether a contract
Κάθε απόφαση του Πελάτη να συνάψει σύμβαση ή άλλη συναλλαγή με εμάς και κάθε απόφαση κατά πόσο ένα συμβόλαιο
have full legal capacity to enter into a contract; and(iii)
να έχετε πλήρη νομική ισχύ για να εισέρχεστε σε σύμβαση και(iii) εάν είστε ιδιώτης,
Failure to provide us with the information required will negatively affect our ability to communicate with you, or our ability to enter into a contract with a counter-party or continue to contract with a counter-party.
Αν δεν μας παρέχετε τις απαιτούμενες πληροφορίες ενδέχεται να επηρεαστεί αρνητικά η δυνατότητά να επικοινωνήσουμε μαζί σας ή η δυνατότητά μας να συνάψουμε σύμβαση με κάποιον αντισυμβαλλόμενο ή να συνεχίσουμε τη σύμβαση με κάποιον αντισυμβαλλόμενο.
Each decision by Customer to enter into a Contract or other transaction with the Company
Κάθε απόφαση του Πελάτη να συνάψει σύμβαση ή άλλη συναλλαγή με εμάς και κάθε απόφαση κατά πόσο ένα συμβόλαιο
have full legal capacity to enter into a contract; and(iii)
να έχετε πλήρη νομική ισχύ για να εισέρχεστε σε σύμβαση και(iii) εάν είστε ιδιώτης,
also to be able to complete our acceptance procedure so as to enter into a contract with prospective customers.
με τους πελάτες μας, αλλά και να μπορούμε να ολοκληρώνουμε τη διαδικασία αποδοχής μας ώστε να συνάπτουμε συμβάσεις με υποψήφιους πελάτες.
take steps to enter into a contract with you(e.g. to manage your insurance policy), or.
για να ληφθούν μέτρα για να συνάψουμε σύμβαση με εσάς(π.χ. για να διαχειριστούμε το ασφαλιστήριο σας), ή.
Contract means that a person freely agrees to and accepts to enter into a contract, and unless such consent is granted freely
Σύμβαση σημαίνει ότι ένα άτομο συμφωνεί ελεύθερα και να δέχεται να συνάψει σύμβαση, και εκτός εάν η συγκατάθεση έχει χορηγηθεί ελεύθερα
Data controllers in the European Union are always required to enter into a contract when a transfer for mere processing is made,
Πάντα απαιτείται από τους υπεύθυνους επεξεργασία δεδομένων στην Ευρώπη να συνάπτουν σύμβαση όταν πραγματοποιείται διαβίβαση με αποκλειστικό σκοπό την επεξεργασία,
to be able to complete the procedure so as to enter into a contract with prospective customers.
να μπορούμε να ολοκληρώνουμε τη διαδικασία αποδοχής μας ώστε να συνάπτουμε συμβάσεις με υποψήφιους πελάτες.
we shall be unable to enter into a Contract with you.
μη παράδοση και δεν θα μπορούμε να συνάψουμε Σύμβαση μαζί σας.
she has authority to enter into a contract with the company on behalf of all people included in the booking.
αυτή έχει αρμοδιότητα να συνάψει σύμβαση με την εταιρία για λογαριασμό όλων των ανθρώπων που περιλαμβάνονται στην κράτηση.
Data controllers in the European Union are always required to enter into a contract when a transfer for mere processing is made,
Πάντα απαιτείται από τους υπεύθυνους επεξεργασία δεδομένων στην Ευρώπη να συνάπτουν σύμβαση όταν πραγματοποιείται διαβίβαση με αποκλειστικό σκοπό την επεξεργασία,
also to be able to complete our acceptance procedure so as to enter into a contract with prospective customers.
με τους πελάτες μας, αλλά και να μπορούμε να ολοκληρώνουμε τη διαδικασία αποδοχής μας ώστε να συνάπτουμε συμβάσεις με υποψήφιους πελάτες.
also to be able to complete our acceptance procedure so as to enter into a contract with prospective customers.
με τους πελάτες μας, αλλά και να μπορούμε να ολοκληρώνουμε τη διαδικασία αποδοχής μας ώστε να συνάπτουμε συμβάσεις με υποψήφιους πελάτες.
also to be able to complete our acceptance procedure so as to enter into a contract with prospective customers.
με τους πελάτες μας, αλλά και να μπορούμε να ολοκληρώνουμε τη διαδικασία αποδοχής μας ώστε να συνάπτουμε συμβάσεις με υποψήφιους πελάτες.
also to be able to complete our acceptance procedure so as to enter into a contract with prospective customers or others.
με τους πελάτες μας, αλλά και να μπορούμε να ολοκληρώνουμε τη διαδικασία αποδοχής μας ώστε να συνάπτουμε συμβάσεις με υποψήφιους πελάτες.
Results: 119, Time: 0.0653

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek