CAPABLE OF CAUSING in Greek translation

['keipəbl ɒv 'kɔːziŋ]
['keipəbl ɒv 'kɔːziŋ]
ικανά να προξενήσουν
δυνατόν να προκαλέσει
ικανό να προκαλέσει
μπορούσε να προκαλέσει

Examples of using Capable of causing in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Both viruses are capable of causing severe disease.
Και οι δύο ιοί είναι ικανοί να προκαλέσουν σοβαρή νόσο.
However, poor-quality tissues are quite capable of causing such a pathology.
Ωστόσο, οι κακής ποιότητας ιστοί είναι αρκετά ικανοί να προκαλέσουν μια τέτοια παθολογία.
is not capable of causing addiction.
αντίθετα από αυτούς, δεν είναι ικανός να προκαλέσει εθισμό.
However, the energy carried by non-ionizing radiation is capable of causing electric, chemical
Η ενέργεια ωστόσο που μεταφέρει η μη-ιοντίζουσα ακτινοβολία είναι ικανή να προκαλέσει ηλεκτρικές, χημικές
This minimal amount is capable of causing celiac disease in people with this intolerance.
Αυτή η ελάχιστη ποσότητα είναι ικανή να προκαλέσει κοιλιοκάκη σε άτομα με αυτήν τη δυσανεξία.
The power once bestowed on each artifact is strong, and capable of causing irreparable harm,
Η εξουσία που είχε αποδοθεί σε κάθε αντικείμενο είναι ισχυρή και μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη,
Selenium deficiency is capable of causing biochemical changes capable of leading to the development of certain diseases.
Η ανεπάρκεια σεληνίου είναι ικανή να προκαλέσει βιοχημικές αλλαγές ικανές να οδηγήσουν στην ανάπτυξη ορισμένων ασθενειών.
Examples of“unfair aggression” would include terrorism, and any“conduct capable of causing death or personal injury,” such as carrying a firearm.
Στην«άδικη επίθεση» περιλαμβάνεται η τρομοκρατία και οποιαδήποτε«συμπεριφορά που μπορεί να προκαλέσει θάνατο ή τραυματισμό», όπως για παράδειγμα όταν ένας ύποπτος φέρει όπλο.
and/or snowstorm in an amount that causes- or is capable of causing- important disruptions of daily life and/or considerable material
ή/και χιονοκαταιγίδα σε ποσότητα που προκαλεί-ή που θα μπορούσε να προκαλέσει- σημαντικές δυσκολίες στην καθημερινή ζωή ή/και σημαντικές υλικές
This is a chemical reaction that is capable of causing critical damage to the inside parts of the device.
Πρόκειται για μία χημική αντίδραση η οποία είναι ικανή να προκαλέσει καίριες φθορές στο εσωτερικό της συσκευής.
Aircraft capable of causing considerable damage to the enemy's military bases,
Αεροσκάφη που μπορεί να προκαλέσει σημαντικές ζημιές σε στρατιωτικές βάσεις του εχθρού,
Solutions with high elemental iodine concentration such as tincture of iodine and Lugol's solution are capable of causing tissue damage if their use for cleaning and antiseptics is prolonged.
Διαλύματα με υψηλή περιεκτικότητα σε ιώδιο όπως το βάμμα ιωδίου είναι ικανά να προκαλέσουν βλάβη στους ιστούς αν η χρήση τους για καθαρισμό είναι εκτεταμένη.
Either chemical is capable of causing an extremely serious chemical burn if splashed on the skin.
Μια χημική ουσία που είναι ικανή να προκαλέσει ένα εξαιρετικά σοβαρό χημικό έγκαυμα εάν πέσουν πάνω στο δέρμα.
for an object capable of causing a global catastrophe.”.
για ένα αντικείμενο που μπορεί να προκαλέσει μια παγκόσμια καταστροφή.».
is still associated with off-target mutations, capable of causing genetic problems early
εξακολουθεί να συνδέεται με μεταλλάξεις εκτός στόχου, ικανές να προκαλέσουν γενετικά προβλήματα βραχυπρόθεσμα
Placebos seem to be capable of causing measurable change in blood pressure,
Τα πλασίμπο φαίνεται να είναι ικανά να προκαλέσουν μετρήσιμη αλλαγή στην πίεση του αίματος,
any other instrument capable of causing earthquake there might be a gas leak.
σπίρτα ή κάθε άλλο μέσο που μπορεί να προκαλέσει σεισμό θα μπορούσε να υπάρχει μια διαρροή αερίου.
is capable of causing irreparable harm.
είναι ικανή να προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη.
is associated with off-target mutations, capable of causing genetic problems early
εξακολουθεί να συνδέεται με μεταλλάξεις εκτός στόχου, ικανές να προκαλέσουν γενετικά προβλήματα βραχυπρόθεσμα
Two cyber security companies said they have uncovered a sophisticated piece of malicious software capable of causing power outages by ordering industrial computers to shut down electricity transmission.
Δύο εταιρείες κυβερνητικής ασφάλειας δήλωσαν ότι έχουν αποκαλύψει ένα εξελιγμένο κομμάτι κακόβουλου λογισμικού ικανό να προκαλέσει διακοπές ρεύματος αναγκάζοντας τους βιομηχανικούς υπολογιστές να διακόψουν τη μετάδοση ηλεκτρικής ενέργειας.
Results: 160, Time: 0.0496

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek