COMMON COMMITMENT in Greek translation

['kɒmən kə'mitmənt]
['kɒmən kə'mitmənt]
κοινή προσήλωση
κοινή δέσμευσή
κοινή αφοσίωση

Examples of using Common commitment in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
requires greater common commitment and further progress towards good governance
απαιτεί μεγαλύτερη κοινή δέσμευση και περαιτέρω πρόοδο προς την επίτευξη χρηστής διακυβέρνησης
Ernesto Ottone, Unesco's assistant director-general for culture, said:“The World Capital of Architecture initiative underscores the common commitment of Unesco and the UIA to preserve architectural heritage in the urban context.
Ernesto Ottone R, ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής για θέματα πολιτισμού της Unesco δήλωσε πως«Η πρωτοβουλία για την Παγκόσμια Πρωτεύουσα της Αρχιτεκτονικής υπογραμμίζει την κοινή δέσμευση της UNESCO και της UIA να διατηρήσουν την αρχιτεκτονική κληρονομιά στο αστικό περιβάλλον.
UNESCO's assistant director-general for Culture Ernesto Ottone R. said,“The World Capital of Architecture initiative underscores the common commitment of UNESCO and the UIA to preserve architectural heritage in the urban context.
Ernesto Ottone R, ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής για θέματα πολιτισμού της Unesco δήλωσε πως«Η πρωτοβουλία για την Παγκόσμια Πρωτεύουσα της Αρχιτεκτονικής υπογραμμίζει την κοινή δέσμευση της UNESCO και της UIA να διατηρήσουν την αρχιτεκτονική κληρονομιά στο αστικό περιβάλλον.
A witness that will not only bear witness to the unity of the Gospel and our common commitment to one Faith in Jesus Christ the one Lord,
Mιά μαρτυρία που θα φέρει μαρτυρία της ενότητας του Ευαγγελίου και την κοινή μας δέσμευση στην Μία Πίστη εν Χριστώ Ιησού, στον Ένα Κύριο, την μία πίστη, το ένα βάπτισμα
longstanding relations between the us and Turkey and their common commitment to combating terrorism in all its forms, said in a release.
της Τουρκίας, καθώς και την κοινή τους δέσμευση για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας σε όλες τις μορφές της»,- είπε σε μια δήλωση.
They provide an opportunity for both Parliaments to reaffirm their common commitment to the fundamental principles of democracy.
οι οποίες δίνουν στα δύο κοινοβούλια την ευκαιρία να επαναβεβαιώσουν την κοινή τους δέσμευση για τις μεγάλες δημοκρατικές αρχές.
longstanding relations between the us and Turkey and their common commitment to combating terrorism in all its forms,
της Τουρκίας, καθώς και την κοινή τους δέσμευση για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας σε όλες τις μορφές της»,
The two then mainly“discussed the common commitment of the authorities and the faithful of the great religions for peace in the world, the rejection of violence
Στη συζήτησή τους επικεντρώθηκαν κυρίως στο θέμα της κοινής δέσμευσης των αρχών και της πίστης των μεγάλων θρησκειών για την ειρήνη στον κόσμο,
They went on to focus on the common commitment of the authorities and faithful of the great religions to peace in the world, the rejection of violence
Στη συζήτησή τους επικεντρώθηκαν κυρίως στο θέμα της κοινής δέσμευσης των αρχών και της πίστης των μεγάλων θρησκειών για την ειρήνη στον κόσμο,
He revealed that in their conversation“they had focused mainly on the theme of the common commitment of the authorities and faithful of the great religions for peace in the world,
Στη συζήτησή τους επικεντρώθηκαν κυρίως στο θέμα της κοινής δέσμευσης των αρχών και της πίστης των μεγάλων θρησκειών για την ειρήνη στον κόσμο, την απόρριψη της βίας
They also discussed“the common commitment of the authorities and the faithful of the great religions for peace in the world, the rejection of violence
Στη συζήτησή τους επικεντρώθηκαν κυρίως στο θέμα της κοινής δέσμευσης των αρχών και της πίστης των μεγάλων θρησκειών για την ειρήνη στον κόσμο,
They had focused mainly on the theme of the common commitment of the authorities and faithful of the great religions for peace in the world,
Στη συζήτησή τους επικεντρώθηκαν κυρίως στο θέμα της κοινής δέσμευσης των αρχών και της πίστης των μεγάλων θρησκειών για την ειρήνη στον κόσμο,
REITERATING our common commitment to fight all forms of discrimination,
Επαναλαμβάνοντας την κοινή μας δέσμευση για την καταπολέμηση όλων των μορφών διακρίσεων,
During his speech, Mr. Amanatidis stated that“Greece welcomes this Meeting and, more specifically, our common commitment to a Network for the Mediterranean,
Κατά την παρέμβασή του ο κ. Αμανατίδης ανέφερε ότι"η Ελλάδα καλωσορίζει αυτή τη Συνάντηση και, ειδικότερα, την κοινή μας δέσμευση για ένα Δίκτυο για τη Μεσόγειο,
The Parties affirm their common commitment to improving prevention,
Τα μέρη επιβεβαιώνουν την κοινή τους δέσμευση να βελτιώσουν τα μέτρα πρόληψης,
The Parties affirm their common commitment to promoting prevention,
Τα μέρη επιβεβαιώνουν την κοινή τους δέσμευση να βελτιώσουν τα μέτρα πρόληψης,
the Parties affirm their common commitment to promote prevention,
τα συμβαλλόμενα μέρη επιβεβαιώνουν την κοινή τους δέσμευση για την προώθηση μέτρων πρόληψης,
total assumption of common commitment to ensure citizens to live safely
της καθολικής ανάληψης της κοινής δέσμευσης να διασφαλίσουν ότι οι πολίτες θα ζουν με ασφάλεια
fundamental rights. This act is testament to the importance of the relationship between our institutions, our common commitment to multilateralism and the importance of us working together for the peace
πράξη αυτή αποτελεί μαρτυρία της σπουδαιότητας της σχέσης μεταξύ των θεσμικών μας οργάνων, της κοινής μας δέσμευσης για πολυμερή συνεργασία και της σπουδαιότητας της
In times of growing social challenges, the DIALOP aim is to develop common commitments to peace, non-violence,
Σε καιρούς έντονων κοινωνικων προκλήσεων το DIALOP στοχεύει να αναπτύξει κοινές δεσμεύσεις στην ειρήνη, τη μη βία,
Results: 93, Time: 0.0406

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek