DUE TO THE INABILITY in Greek translation

[djuː tə ðə ˌinə'biliti]
[djuː tə ðə ˌinə'biliti]
λόγω της ανικανότητας

Examples of using Due to the inability in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Compliance with the requirements of legislation, in some cases, might be inconvenient for businesses, due to the inability to halt the operational process
Η τήρηση των απαιτήσεων της νομοθεσίας μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία των επιχειρήσεων, εξαιτίας της αδυναμίας για διακοπή της εργασίας των εργαζομένων,
the club of Thessaly left the championship due to the inability of the administration to cover the financial obligations that had been created,
στις 10 Δεκεμβρίου 2014 αποχώρησε από το πρωτάθλημα λόγω αδυναμίας της διοίκησης να καλύψει τις οικονομικές υποχρεώσεις που είχαν δημιουργηθεί,
Finally collectively criticized the Greek government from 2009 onwards"for their failure to control the growth of deficits" due to the inability of tax administration
Επικρίνονται τέλος συλλήβδην οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2009 κι ύστερα,«για την αποτυχία τους να ελέγξουν την αύξηση των ελλειμμάτων, εξαιτίας της ανικανότητας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού
Unfortunately our appearance in the European Music Day in Athens today at 20.06 at Moschato Beach will not be realized due to the inability of finding a solution for moving the band.
Δυστυχώς η εμφάνιση μας στην Ευρωπαική Γιορτή Μουσικής στην Αθήνα, σήμερα 20.06 στη Παραλία Μοσχάτο δεν θα πραγματοποιηθεί λόγω αδυναμίας εύρεσης λύσης για τη μετακίνηση του συγκροτηματος.
such as screening programmes, were not included due to the inability to obtain these data for all countries under study.
όπως προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου, δεν συμπεριλήφθηκαν λόγω αδυναμίας συγκέντρωσης αυτών των δεδομένων για όλες τις υπό μελέτη χώρες.
which means that our clients may be eligible to receive compensation for any claims caused due to the inability or failure of the member of the Fund to fulfill its financial obligations.
πράγμα που σημαίνει ότι οι πελάτες μας μπορούν να λαμβάνουν αποζημίωση για τυχόν αξιώσεις που προκαλούνται λόγω αδυναμίας ή αποτυχίας του μέλους του Ταμείου να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις.
This was due to the inability.
Αυτό οφείλεται στην ανικανότητα.
This is due to the inability to organize the space
Αυτό οφείλεται στην αδυναμία να οργανώσει το χώρο
Nephrogenic diabetes insipidus is due to the inability of the kidney to respond normally to vasopressin.
Ο νεφρογενής άποιος διαβήτης οφείλεται στην ανικανότητα του νεφρού να ανταποκρίνεται φυσιολογικά στην βαζοπρεσσίνη.
Nephrogenic diabetes insipidus is due to the inability of the kidney to respond normally to vasopressin.
Ο νεφρογενής άποιος διαβήτης οφείλεται στην αδυναμία του νεφρού να ανταποκριθεί κανονικά στη αγγειοπιεσίνη.
Weight gain due to poor immunity is due to the inability to process food energy effectively.
Η αύξηση του σωματικού βάρους εξαιτίας του αδύναμου ανοσοποιητικού οφείλεται στην ανικανότητα της αποτελεσματικής επεξεργασίας της ενέργειας των τροφίμων.
Intolerance to dairy is often due to the inability to digest milk sugar known as lactose.
Η δυσανεξία στα γαλακτοκομικά προϊόντα συχνά οφείλεται στην ανικανότητα πέψης της λακτόζης.
This is due to the inability to install ventilation windows on the long sides of the greenhouse.
Αυτό οφείλεται στην αδυναμία εγκατάστασης παραθύρων εξαερισμού στις μεγάλες πλευρές του θερμοκηπίου.
This is due to the inability of ultrasound to penetrate abdominal gas which is produced as you digest food.
Αυτό οφείλεται στην αδυναμία των υπερήχων να διεισδύει κοιλιακό αέριο το οποίο παράγεται όπως μπορείτε πέψη των τροφών.
inefficient as many parts were scrapped prematurely due to the inability to inspect thoroughly.
αναποτελεσματική καθώς πολλά εξαρτήματα αποσύρονταν προώρα λόγω της αδυναμίας να εξεταστούν προσεκτικά.
this form of exotropia is due to the inability of the eyes to converge when looking closely.
αυτή η μορφή εξωτροπίας οφείλεται σε αδυναμία των ματιών να συγκλίνουν κατά την κοντινή όραση.
NOISE Overstimulation by sound due to the inability to filter out background noise occurs,
Θόρυβος/ ήχος: Υπερβολική διέγερση του ήχου που οφείλεται στην αδυναμία φιλτραρίσματος του θορύβου υποβάθρου,
This is due to the inability of the veterinarian to monitor the dog for a long time
Αυτό οφείλεται στην αδυναμία του κτηνιάτρου να παρακολουθεί το σκυλί για μεγάλο χρονικό διάστημα
In both cases, innocent children suffer due to the inability of a parent to put the needs of their children before their own.
Και στις δύο περιπτώσεις τα παιδιά υποφέρουν λόγω της αδυναμίας των γονέων να θέσουν τις ανάγκες των παιδιών τους πρώτα.
Caution should be exercised when used in patients in shock condition with extensive burns, due to the inability to collect full allergic history.
Στις προφυλάξεις πρέπει να συνταγογραφείται το φάρμακο σε ασθενείς σε κατάσταση σοκ, με εκτεταμένα εγκαύματα λόγω της αδυναμίας συλλογής ενός πλήρους αλλεργιολογικού ιστορικού.
Results: 644, Time: 0.0443

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek