LONG-TERM COMMITMENTS in Greek translation

['lɒŋ-t3ːm kə'mitmənts]
['lɒŋ-t3ːm kə'mitmənts]
μακροχρόνιες δεσμεύσεις
μακροχρόνιες υποχρεώσεις

Examples of using Long-term commitments in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Therefore, installment loans require you to make long-term commitments that you may later regret.
Ως εκ τούτου, δάνεια δόσης απαιτούν από εσάς να κάνετε μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις που μπορείτε αργότερα να μετανιώσετε.
for linking the short-term commitments and efforts with the long-term commitments.
τη σύνδεση των βραχυπρόθεσμων δεσμεύσεων και προσπαθειών με τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις.
facilities of the infrastructure are long-term commitments for typically 25-30 years.
εγκαταστάσεων υποδομών αποτελούν μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις, συνήθως για 25-30 χρόνια.
That's a key advantage over the long-term commitments of billions of dollars required by offshore oil
Αυτό είναι ένα βασικό πλεονέκτημα έναντι των μακροπρόθεσμων δεσμεύσεων των δισεκατομμυρίων δολαρίων που απαιτούνται από έργα υπεράκτιας πετρελαίου
The court, however, said the government was not in a position to make such long-term commitments.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η κυβέρνηση δεν έχει τη δικαιοδοσία να αναλάβει μια τέτοια μακροπρόθεσμη δέσμευση.
it is a choice which is coherent with our long-term commitments.
πρόκειται για μια επιλογή που συνάδει με τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις μας.
But make sure that you make yourself in deed while the time is right so that your long-term commitments are easily met.
Αλλά βεβαιωθείτε ότι έχετε βάλει τον εαυτό σας σε δράση, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, έτσι ώστε οι μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις σας ικανοποιούνται.
many SPOs are not yet able to sell their products at sustainable prices through their own channels or with long-term commitments from companies to purchase their products.
πολλοί SPO δεν είναι ακόμη σε θέση να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε βιώσιμες τιμές μέσω δικών τους καναλιών ή με μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις από τις εταιρείες για την αγορά των προϊόντων τους.
that there is inherent value in long-term commitments.
υπάρχει εγγενής αξία σε μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις.
AdWords doesn't require any long-term commitments, so you can run ads as needed,
Οι διαφημίσεις δεν απαιτούν μακροπρόθεσμη δέσμευση, έτσι μπορείτε να εκτελείτε διαφημίσεις όποτε απαιτείται,
expectations for the fulfillment of the long-term commitments.
προσδοκία για επίτευξη των μακροπρόθεσμων δεσμεύσεων που απαιτούνται.
it is unclear in the Opel-Magna deal what long-term commitments will be laid at taxpayers' doors.
δεν είναι σαφές από τη συμφωνία Opel-Magna ποιες θα είναι οι μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις που θα επιβαρύνουν τους φορολογούμενους." υπόθεση της Opel
The Commission proposes legislative amendments to concentrate financial support to future PPPs in sectors that it considers of high strategic relevance and compatible with the long-term commitments of PPPs, such as the Core TEN-T network;
Η Επιτροπή πρέπει να προτείνει νομοθετικές τροποποιήσεις για τη συγκέντρωση της χρηματοδοτικής στήριξης προς μελλοντικές ΣΔΙΤ σε τομείς τους οποίους θεωρεί μεγάλης στρατηγικής σημασίας και συμβατούς με τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις που συνεπάγονται οι ΣΔΙΤ, όπως το κεντρικό δίκτυο ΔΕΔ-Μ·.
Europeans are worried about the United States' long-term commitments to stabilizing and rebuilding the Middle East.
στις 14 Απριλίου, οι Ευρωπαίοι ανησυχούν για τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών για την σταθεροποίηση και ανοικοδόμηση της Μέσης Ανατολής.
making public aid to businesses subject to long-term commitments regarding regional development
την υπαγωγή της δημόσιας χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις σε μακροχρόνιες δεσμεύσεις όσον αφορά την περιφερειακή ανάπτυξη
making public aid to businesses subject to long-term commitments regarding regional development
θα υπάγει τη δημόσια ενίσχυση προς τις επιχειρήσεις σε μακροχρόνιες δεσμεύσεις όσον αφορά την περιφερειακή ανάπτυξη
to assist in meeting the Agency's own long-term commitments to producers where these are essential to carrying out the order.
λόγω εγγυήσεως είτε για να διευκολύνει τις δικές του μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τους παραγωγούς, που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση της παραγγελίας.
we can find an adequate response and implement the long-term commitments we have made to counter challenges like climate change,
να ανταποκριθούμε επαρκώς και να υλοποιήσουμε επιτυχώς τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις μας ως προς την αντιμετώπιση προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή,
They do require a long-term commitment to a treatment plan.
Απαιτούν μια μακροπρόθεσμη δέσμευση για ένα σχέδιο θεραπείας.
Such efforts require a long-term commitment from the international community.
Οι εν λόγω προσπάθειες απαιτούν μακροπρόθεσμη δέσμευση από τη διεθνή κοινότητα.
Results: 65, Time: 0.0441

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek