MAKING POSSIBLE in Greek translation

['meikiŋ 'pɒsəbl]
['meikiŋ 'pɒsəbl]
κάνοντας δυνατή
καθιστώντας εφικτή
κάνοντας εφικτά
να καταστεί εφικτή

Examples of using Making possible in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
moments for deliberation and decision, making possible the autonomy of the movement,
συλλογικής λήψης αποφάσεων είναι που καθιστούν εφικτή την αυτονομία του κινήματος
moments for deliberation and decision, making possible the autonomy of the movement,
συλλογικής λήψης αποφάσεων, είναι που καθιστούν εφικτή την αυτονομία του κινήματος,
the east coast of North America to East Asia, making possible reductions in shipping time,
την ανατολική ακτή της Βόρειας Αμερικής στην Ανατολική Ασία, καθιστώντας δυνατή τη μείωση του χρόνου μεταφοράς προϊόντων,
the black men that had been freed demanded the citizenship that had been promised to them in 1789, making possible the insurrection of those still captive,
οι ιδιοκτήτες φυτειών προσπάθησαν να αποκτήσουν την αυτονομία τους και οι μαύροι που είχαν ελευθερωθεί απαίτησαν την υπηκοότητα που τους είχαν υποσχεθεί το 1789, κάνοντας δυνατή την εξέγερση αυτών που ήταν ακόμη σκλάβοι,
the Christ, the making possible the externalisation of the Hierarchy upon Earth give us each
η προσπάθεια να καταστεί εφικτή η εξωτερίκευση της Ιεραρχίας πάνω στη Γη δίνει στον καθένα
which adds an extra level of protection, making possible the use of a personal security code by the credit card holder, during the transaction.
το οποίο προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο προστασίας, κάνοντας δυνατή τη χρήση προσωπικού κωδικού ασφαλείας από τον κάτοχό της, κατά την πραγματοποίηση της συναλλαγής.
which provided surplus resources, making possible(or even necessary)
που απέφερε πλεόνασμα πόρων, κάνοντας δυνατή(ή ακόμα και αναγκαία)
Realistic means: discovering the casual complexes of society/ unmasking the prevailing view of things as the view of those who are in power/ writing from the standpoint of the class which offers the broadest solutions for the pressing difficulties in which human society is caught up/ emphasizing the element of development/ making possible the concrete, and making possible abstraction from it.
Ρεαλιστικό2 σημαίνει: Αυτό που ξεσκεπάζει το πλέγμα της κοινωνικής αιτιότητας/αυτό που αποκαλύπτει τις κυρίαρχες απόψεις σαν απόψεις των κυρίαρχων/ αυτό που γράφει από την πλευρά της τάξης εκείνης, η οποία για τις χειρότερες αντιξοότητες που αντιμετωπίζει η ανθρώπινη κοινωνία, έχει έτοιμες τις πιο πλατιές λύσεις/αυτό που τονίζει τη στιγμή της ανάπτυξης/ αυτό που είναι συγκεκριμένο και καθιστά δυνατή την αφαίρεση.
The provisions of paragraph 1 shall be interpreted without prejudice to the provisions making possible, subject to appropriate safeguards,
Οι διατάξεις της παραγράφου 1 ερµηνεύονται χωρίς να παραβιάζονται οι διατάξεις που καθιστούν δυνατή, υπό κατάλληλες εγγυήσεις, τη συλλογή, επεξεργασία και διακίνηση των αναγκαίων
circumstances on Urantia which finally induced the planetary celestial supervisors to initiate those petitions that resulted in the granting of the mandates making possible the series of revelations of which this presentation is a part.
των περιστάσεων στην Ουράντια, οι οποίες, τελικά, έκαναν τους ουράνιους επόπτες του πλανήτη να αρχίσουν τις αιτήσεις, οι οποίες κατέληξαν στο να δοθούν οι εντολές που έκαναν δυνατή τη σειρά των αποκαλύψεων των οποίων η αφήγηση αυτή αποτελεί μέρος.
a false“fascist peril”(for the Left)- with the goal of masking and making possible its[counter-]offensive against the real danger: the proletariat.
του ψεύτικου«φασιστικού κινδύνου»(για την αριστερά), με σκοπό να μασκαρέψει και να κάνει δυνατή την αντεπίθεση της εναντίον του αληθινού κινδύνου: του προλεταριάτου.
with the aim of disguising and making possible its offensive against the true danger: the proletariat.
με σκοπό να μασκαρέψει και να κάνει δυνατή την αντεπίθεση της εναντίον του αληθινού κινδύνου: του προλεταριάτου.
with the aim of disguising and making possible its offensive against the true danger: the proletariat.
με σκοπό να μασκαρέψει και να καταστήσει δυνατή τη δική της επίθεση ενάντια στον πραγματικό κίνδυνο, στο προλεταριάτο.
a false“fascist peril”(for the Left)- with the goal of masking and making possible its[counter-]offensive against the real danger: the proletariat.
της ψευδούς“φασιστικής απειλής”(για την αριστερά), με σκοπό να μασκαρέψει και να καταστήσει δυνατή τη δική της επίθεση ενάντια στον πραγματικό κίνδυνο, στο προλεταριάτο.
In addition, pannarello steam frother equipment makes possible the preparation of delicious cappuccinos.
Επιπλέον ο εξοπλισμός παρασκευής αφρόγαλα καθιστά δυνατή την προετοιμασία υπέροχου καπουτσίνου.
This makes possible to highlight the commonalities
Αυτό καθιστά δυνατή την ανάδειξη των ομοιοτήτων
This in turn makes possible massive self-organization up to a global scale.
Αυτό με τη σειρά του καθιστά δυνατή τη μαζική αυτο-οργάνωση ακόμα και σε παγκόσμια κλίμακα.
As Ivan Illich says, makes possible the work-system that.
Λέει ο Ivan Illich, καθιστά δυνατό το εργατικό σύστημα που την κάνει.
There are some factors that make possible the vectorization without minor headaches.
Υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που καθιστούν δυνατή την διανυσματοποίηση χωρίς μικρές πονοκεφάλους.
Made possible by a team of skilled
Που κατέστη δυνατή από μια ομάδα εξειδικευμένων
Results: 44, Time: 0.0548

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek