METHODOLOGICALLY in Greek translation

[ˌmeθədə'lɒdʒikli]
[ˌmeθədə'lɒdʒikli]

Examples of using Methodologically in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
He found one methodologically weak study from 1974
Εντόπισε μόνο μια μεθοδολογικά αδύναμη μελέτη που διεξήχθη το 1974,
Methodologically, during the excursion two main approaches were pursued.
Όσον αφορά τη μεθοδολογία, ακολουθήθηκαν δύο προσεγγίσεις.
Persistently relied on methodologically dubious studies,
Μόνιμη επικαλείται μεθοδολογικά αμφίβολη μελέτες,
For convenience of study people usually, methodologically separate problems of economy from problems of politics.
Για μια πολύ καλή μελέτη, οι άνθρωποι συνήθως ξεχωρίζουν μεθοδολογικά τα ζητήματα της οικονομίας από τα ζητήματα της πολιτικής.
A clinical evaluation shall follow a defined and methodologically sound procedure based on either of the following.
Μια κλινική αξιολόγηση ακολουθεί καθορισμένη και μεθοδολογικά αξιόπιστη διαδικασία βασισμένη στα ακόλουθα.
I am taking the example of the Soviet Union because they do it more scientifically, methodologically.
Παίρνω ως παράδειγμα τη Σοβιετική Ένωση γιατί εκεί το κάνουν πιο επιστημονικά, πιο μεθοδικά.
Methodologically, the individualist emphasizes the actions of individuals
Μεθοδολογικά, οι ατομικιστές δίνουν έμφαση στις πράξεις των ατόμων
it remains methodologically rigorous in that it is neither arbitrary nor nihilistic.
αυτός παραμένει μεθοδολογικά ισχυρός καθώς δεν είναι ούτε τυχαίος, ούτε μηδενιστικός.
We argue that this kind of methodologically internalist approach is not so much wrong, as it is incomplete.
Ισχυριζόμαστε ότι αυτό το είδος εσωτεριστικής προσέγγισης, από μεθοδολογική άποψη, δεν είναι τόσο λαναθασμένο, όσο ατελές.
Upon the evaluation of clinical data, a determined and methodologically justified procedure shall be observed which is based on.
Μια κλινική αξιολόγηση ακολουθεί καθορισμένη και μεθοδολογικά αξιόπιστη διαδικασία βασισμένη στα ακόλουθα.
The Department of Preventative Medicine and Community Health of the New Jersey Medical School found two of the studies were methodologically flawed.
Όμως το Department of Preventative Medicine and Community Health του New Jersey Medical School βρήκε δύο από τις μελέτεςμεθοδολογικά ελαττωματικές.
It is methodologically correct to review
Από άποψη μεθοδολογίας είναι σωστό να επανεξετάζεται
We have also alluded to the few, but methodologically and theoretically decisive, comments of Marx on this complex of questions.
Θίξαμε όμως επίσης και τις λίγες αλλά μεθοδολογικά και αξιωματικά ουσιαστικής σημασίας παρατηρήσεις του Μαρξ πάνω σ' αυτό το θεματικό πλέγμα.
is directly, methodologically tied to appreciating
είναι άμεσα, μεθοδολογικά προσδεδεμένη στην αναγνώριση της αξίας
They are knowledgeable, methodologically and linguistically equipped for an individual
Είναι καταρτισμένοι, μεθοδολογικώς και γλωσσολογικά εξοπλισμένοι για ένα επιστημονικό
CBD appears to be well tolerated in humans but small and methodologically limited studies of CBD in human epilepsy have been inconclusive.
Η CBD και φαίνεται να είναι καλά ανεκτή στους ανθρώπους, αλλά μικρές και μεθοδολογικά περιορισμένες μελέτες της CBD και στην ανθρώπινη επιληψία δεν έχουν καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα.
resolve business administration issues in a methodologically sound and effective manner.
να επιλύετε ζητήματα διοίκησης επιχειρήσεων με μεθοδολογικό και ορθό τρόπο.
We then will be back in a school characterised of humanism not only as regards to content but also methodologically.
Επιστρέφουμε σε ένα ουμανιστικό σχολείο, όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς τις μεθόδους.
Methodologically, the Programme explores architectural design by systematically promoting a flexible system,
Μεθοδολογικά το Πρόγραμμα διερευνά τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό με βάση τη συστηματική εφαρμογή ενός ευέλικτου συστήματος,
learn the skills of advancing knowledge through methodologically robust applied research methods.
να μάθουν τις δεξιότητες του στη βελτίωση των γνώσεων μέσω μεθοδολογικά ισχυρή εφαρμοσμένη ερευνητικές μεθόδους.
Results: 131, Time: 0.0359

Top dictionary queries

English - Greek