USING FORCE in Greek translation

['juːziŋ fɔːs]
['juːziŋ fɔːs]
χρησιμοποιώντας δύναμη
χρησιμοποιώντας βία
χρησιμοποίηση βίας
χρήση δύναμης

Examples of using Using force in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
She did not like their way of thinking… their behaviortowards women… using force in the name of religion.
Δεν τις αρέσει αυτή η ιδεολογία η συμπεριφορά τους απέναντι στις γυναίκες χρησιμοποιώντας βία αντί για θρησκεία.
Where Napoleon and Hitler had failed to accomplish their goals using force,- the Globalists would succeed using stealth.
Εκεί που ο Ναπολέοντας και ο Χίτλερ απέτυχαν να εκπληρώσουν τους στόχους τους με τη χρήση δύναμης, οι παγκοσμιοποιητές θα επιτύχουν χρησιμοποιώντας τη συγκάλυψη.
An event where subject peoples, using force or persuasion, seek to remove their leaders.
Ένα γεγονός κατά το οποίο άτομα με την χρήση βίας ή πειθούς προσπαθούν να απομακρύνουν τους αρχηγούς τους.
After all, the logic of using force to secure a nuclear monopoly flies in the face of international norms.
Στο κάτω- κάτω, η λογική της χρήσης βίας για να εξασφαλίσει το πυρηνικό μονοπώλιο βρίσκεται σε αντίθεση με τους διεθνείς κανόνες.
Many European politicians have been critical of Hungarian Prime Minister Viktor Orbán for using force against asylum-seekers.
Πολλοί ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν επικρίνει τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπάν για τη χρήση βίας κατά των αιτούντων άσυλο.
The effect of using force is to disturb
Ώστε το αποτέλεσμα της χρήσης βίας είναι να εμποδίζει
the treaty itself provides no basis for using force.
η ίδια η Συνθήκη δεν προβλέπει καμία βάση για τη χρήση βίας.
willing politically to accept the ultimate consequences- of using force, if necessary- and do we have the ability to act in this way?
πολιτικά πρόθυμες να δεχτούν τις τελικές συνέπειες-της χρήσης βίας, εφόσον χρειαστεί- και έχουμε την ικανότητα να δράσουμε με αυτόν τον τρόπο;?
were criticized for using force against peaceful protestors in 2015.
επικρίθηκαν για τη χρήση βίας κατά των ειρηνικών διαδηλωτών το 2015.
So that the effect of using force is to disturb
Ώστε το αποτέλεσμα της χρήσης βίας είναι να εμποδίζει
In fact, postwar France has rarely had serious qualms about using force abroad.
Στην πραγματικότητα, μεταπολεμικά η Γαλλία σπάνια είχε σοβαρούς ενδοιασμούς σχετικά με την χρήση βίας στο εξωτερικό.
are seeing the limits of using force.
αντιμετωπίζει τα όρια της χρήσης βίας.
when necessary, by using force.
είναι απαραίτητο, της χρήσης βίας.
when necessary, by using force.
είναι απαραίτητο, της χρήσης βίας.
private to refrain from using force against demonstrators.
με στόχο την αποφυγή της χρήσης βίας ενάντια στους διαδηλωτές.
The best thing for everyone is not to artificially constrain the parameters of their bargaining by using force.
Το καλύτερο για όλους είναι να μην περιορίζονται τεχνιτώς οι παράμετροι αυτής της διαπραγμάτευσης μέσω της χρήσης βίας.
Prison officers lack a mandate to perform any of their core functions, including using force, disciplining, or‘rehabilitating' residents.
Οι αξιωματικοί των φυλακών δεν έχουν εντολή να εκτελέσουν οποιεσδήποτε από τις βασικές λειτουργίες τους, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης βίας, πειθαρχίας ή«αποκατάστασης» κατοίκων.
Using force filling, without equipped with high tank,
Χρησιμοποιώντας τη δύναμη γεμίσματος, χωρίς εξοπλισμό με μεγάλη δεξαμενή,
Japan is barred from using force to resolve conflicts except in cases of legitimate defense.
η Ιαπωνία απαγορεύεται να χρησιμοποιεί βία για την επίλυση διαφορών, εκτός αν πρόκειται για αυτοάμυνα.
He says he prefers negotiating with the militants, rather than using force, for fear it could spark a civil war.
Όπως λέει, προτιμάει να διαπραγματευτεί με τους εξτρεμιστές, παρά να χρησιμοποιήσει βία, γιατί φοβάται πως με τη βία θα προκληθεί εμφύλιος πόλεμος.
Results: 189, Time: 0.0394

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek