AIMED AT COMBATING in Greek translation

[eimd æt 'kɒmbætiŋ]
[eimd æt 'kɒmbætiŋ]
στοχεύουν στην καταπολέμηση
θα στοχεύουν στην καταπολέµηση
με στόχο την καταπολέμηση
στοχεύει στην καταπολέμηση
αποσκοπούσαν στην καταπολέμηση
αποσκοπεί στην καταπολέμηση

Examples of using Aimed at combating in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
The membership of EAPN is involved in a variety of activities aimed at combating poverty and social exclusion including,
Η συμμετοχή στο EAPN αφορά σε μια ποικιλία δράσεων που στοχεύουν στην καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού,
This Directive shall be without prejudice to national rules aimed at combating unfair trading practices that are not within its scope,
Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τους εθνικούς κανόνες που αποσκοπούν στην καταπολέμηση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της,
Here we have three initiatives aimed at combating organised crime,
Έχουμε τρεις πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος,
EAPN is involved in a variety of activities aimed at combating poverty and social exclusion including,
Η συμμετοχή στο EAPN αφορά σε μια ποικιλία δράσεων που στοχεύουν στην καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού,
ICPEN is a cooperative and collaborative forum of consumer protection authorities that encourages global cooperation aimed at combating fraudulent, deceptive,
Το ICPEN είναι ένα συνεργατικό φόρουμ των αρμόδιων αρχών για την προστασία των καταναλωτών που ενθαρρύνει την παγκόσμια συνεργασία με στόχο την καταπολέμηση των δόλιων, παραπλανητικών
all of the measures aimed at combating the crisis during the Czech Presidency must be viewed against the backdrop of the joint
όλα τα μέτρα που αποσκοπούσαν στην καταπολέμηση της κρίσης κατά της διάρκεια της Τσεχικής Προεδρίας πρέπει να εξεταστούν έναντι του υπόβαθρου της κοινής
It contains a broad range of measures aimed at combating racism in all of its manifestations,
Περιέχει ένα ευρύ φάσμα μέτρων που αποσκοπούν στην καταπολέμηση του ρατσισμού σε όλες του τις εκφάνσεις,
where Objective 3 programmes aimed at combating social exclusion accounted for less than 10% of total ESF funding.
όπου τα προγράμματα του Στόχου 3 που στοχεύουν στην καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού αναλογούσαν σε λιγότερο από 10% της συνολικής χρηματοδότησης από το ΕΚΤ.
therapies are ongoing or approved around the world, aimed at combating diseases as diverse as cancer, muscle dystrophy
έχουν εγκριθεί σε όλο τον κόσμο, με στόχο την καταπολέμηση ασθενειών τόσο διαφορετικών όπως ο καρκίνος,
I announce the launch of a new program aimed at combating senioritis, a real disease with symptoms that include frequent unexplained absences,
ανακοινώνω την έναρξη ενός νέου προγράμματος που αποσκοπεί στην καταπολέμηση του συνδρόμου του τελειόφοιτου, μιας πραγματικής ασθένειας με συμπτώματα τις ανεξήγητες απουσίες,
The EU, too, must strengthen its commitment to promoting initiatives aimed at combating the causes of this most disgraceful trade,
ΕΕ πρέπει επίσης να ενισχύσει τη δέσμευσή της για την προώθηση πρωτοβουλιών που αποσκοπούν στην καταπολέμηση των αιτιών αυτού του επονείδιστου εμπορίου
As part of the"tax package" aimed at combating harmful tax competition,
Στο πλαίσιο της δέσμης φορολογικών μέτρων που αποσκοπούν στην καταπολέμηση του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού,
the security agencies and institutions responsible for implementing laws aimed at combating terrorism in BiH," it said.
φορείς ασφαλείας που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή των νόμων που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας στη Β&Ε" αναφέρει.
which supports actions aimed at combating all forms of violence, is insufficient.
καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών είναι μια μάχη για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, και το πρόγραμμα Daphne,">το οποίο στηρίζει δράσεις που αποσκοπούν στην καταπολέμηση κάθε μορφής βίας, είναι ανεπαρκές.
it will also be important to support solutions aimed at combating these species.
θα είναι επίσης σημαντικό να υποστηριχθούν λύσεις που αποσκοπούν στην καταπολέμηση των εν λόγω ειδών.
Legal provisions aimed at combating hate crimes have been in place in Greece for several years
Οι νομικές διατάξεις που αποσκοπούν στην καταπολέμηση των εγκλημάτων μίσους έχουν τεθεί σε εφαρμογή στην Ελλάδα εδώ
In the context of the implementation of the new nutritional rules aimed at combating obesity and metabolic diseases,
Στα πλαίσια της εφαρμογής των νέων διατροφικών κανόνων που στοχεύουν στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας και των νόσων του μεταβολισμού,
stress the need to foster conditions for a socially inclusive labour market by formulating a coherent set of policies aimed at combating discrimination against groups such as ethnic minorities.
για µια αγορά εργασίας που θα εννοεί την κοινωνική ένταξη, µε τη διαµόρφωση ενός συνεκτικού συνόλου πολιτικών που θα στοχεύουν στην καταπολέµηση των διακρίσεων εις βάρος οµάδων όπως είναι οι εθνοτικές µειονότητες.
with the proviso that the monies in question are earmarked for specific projects aimed at combating youth unemployment;
ποσοστά ανεργίας των νέων, υπό την προϋπόθεση ότι τα χρήματα θα διοχετεύονται σε συγκεκριμένα έργα που στοχεύουν στην καταπολέμηση της ανεργίας των νέων·.
educational projects aimed at combating poverty and social exclusion,
εκπαιδευτικές δράσεις, που στοχεύουν στην καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού
Results: 64, Time: 0.0464

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek