NULLIFIES in Greek translation

['nʌlifaiz]
['nʌlifaiz]
ακυρώνει
do i cancel
i'm canceling
i will cancel
i'm calling off
annul
i rescind
καταργεί
abolish
i remove
nullifies

Examples of using Nullifies in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Gender-based violence, which impairs or nullifies the enjoyment by women of human rights
Αναφέρει επίσης ότι η βία λόγω φύλου, η οποία αποδυναμώνει ή εκμηδενίζει την άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
laws of God, and nullifies the de facto rule of church
τους νόμους του Θεού, και ακυρώνει την de facto εξουσία της εκκλησίας
which impairs or nullifies the enjoyment by women of human rights
η οποία αποδυναμώνει ή εκμηδενίζει την άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
an approach that“not only nullifies the character of Christians,
μια προσέγγιση που«όχι μόνο ακυρώνει τον χαρακτήρα των Χριστιανών,
the system nullifies the relationship of proportionality which,
λόγω των τεχνικών του δυνατοτήτων, καταργεί τη σχέση αναλογικότητας που,
The pope takes aim at clericalism,“an approach that‘not only nullifies the character of Christians,
Μία τέτοια περίπτωση είναι ο κληρικαλισμός, μια προσέγγιση που«όχι μόνο ακυρώνει τον χαρακτήρα των Χριστιανών,
which impairs or nullifies the enjoyment by women of human rights
η οποία αποδυναμώνει ή εκμηδενίζει την άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
4 September 2017 Kenya Supreme Court nullifies presidential election,
4 Σεπτεμβρίου 2017 Kenya Supreme Court nullifies presidential election,
the inability to get pleasure from food are the symptoms of eating disorders(a common ailment that nullifies the joy of life,
η αδυναμία να πάρει την ευχαρίστηση από τα τρόφιμα είναι τα συμπτώματα των διατροφικών διαταραχών(μια συχνή πάθηση που καταργεί τη χαρά της ζωής,
not only nullifies the Christian's hope in Christ
που αξιολογεί αρνητικά το σώμα, δεν ακυρώνει απλώς την εν Χριστώ ελπίδα του χριστιανού,
the natural beauty of the route“nullifies” the distances.
το φυσικό κάλλος της διαδρομής,«εκμηδενίζει» τις αποστάσεις.
whereas the issue of the Cypriot Republic recognition nullifies her own arguments.
με το θέμα της αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας ακυρώνει η ίδια τα επιχειρήματά της.
because that statement reduces or even nullifies the rights of others(father's expectations
μια τέτοια δήλωση μειώνει ή ακόμα και ακυρώνει τα δικαιώματα άλλων(προσδοκίες του πατέρα
the violence inherent to white supremacy nullifies our capacity for focusing on anything outside its bountiful brutality.
η βία που είναι εγγενής στη λευκή υπεροχή, ακυρώνει την ικανότητά μας να εστιάζουμε σε οτιδήποτε πέρα από την αγριότητά της.
Benjamin proposes a messianic nihilism that nullifies even the Nothing and lets no form of law remain in force beyond its own content.
αντιτίθεται ο μεσσιανικός μηδενισμός του Benjamin, που ακυρώνει ακόμη και το Μηδέν και δεν επιτρέπει στη μορφή του νόμου να ισχύει πέρα από το περιεχόμενό του.
because it gives a bad reputation to and nullifies self-criticism, this important method of educating Party cadres
δίνει μια κακή φήμη και μηδενίζει την αυτοκριτική, αυτή τη σημαντική μέθοδο της διαπότισης των κομματικών στελεχών
the universalization of this process, and the irreversibility of the poststatist phase of capitalist reconstruction which nullifies any attempt to return to social democracy policies for state protection of labor,
τον μη αναστρέψιμο χαρακτήρα της μετα-κρατικιστικής φάσης της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης-- πράγμα που ακυρώνει κάθε απόπειρα επιστροφής σε σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές για την κρατική προστασία της εργασίας,
the universalization of this process, and the irreversibility of the post-statist phase of capitalist reconstruction which nullifies any attempt to return to social democracy policies for state protection of labor,
τον μη αναστρέψιμο χαρακτήρα της μετα-κρατικιστικής φάσης της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης-- πράγμα που ακυρώνει κάθε απόπειρα επιστροφής σε σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές για την κρατική προστασία της εργασίας,
So hell becomes the more agonizing when the“other” is not an individual at an existential distance which nullifies the possibility of a relationship,
Γι' αυτό και η κόλαση γίνεται πιο βασανιστική όταν ο«άλλος» δεν είναι μια ατομικότητα σε υπαρκτική απόσταση που μηδενίζει τη δυνατότητα της σχέσης, αλλά είναι ένα Πρόσωπο,
coupled with the inherent short term reward which results from scarcity driven based prices, nullifies the idea that this enables strategic preservation.
σε συνδυασμό με τα εγγενή βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από τις καθοριζόμενες με βάση την ανεπάρκεια τιμές, στερεί από την ιδέα ότι κάτι τέτοιο επιτρέπει τη στρατηγική διατήρηση των αποθεμάτων.
Results: 54, Time: 0.0907

Top dictionary queries

English - Greek