PREJUDGE in Greek translation

[ˌpriː'dʒʌdʒ]
[ˌpriː'dʒʌdʒ]
προδικάζουν
προκαταλαμβάνουν
προδικάζει
προδικάζουμε
προκαταλάμβανε

Examples of using Prejudge in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
The Commission cannot prejudge the results of this analysis which will consider several scenarios.
Η Επιτροπή δεν μπορεί να προδικάσει τα αποτελέσματα της εν λόγω ανάλυσης, στην οποία θα εξεταστούν διάφορα σενάρια.
No one can prejudge the ecclesiologically fundamental act constituted by the reception of a decision of outside provenance.
Κανείς δεν μπορεί να προδικάσει την εκκλησιαστικώς θεμελιώδη πράξη που συνιστά η λήψη μιας απόφασης από έξωθεν πηγή.
No one can prejudge an ecclesiologically fundamental act of receiving a decision from an external source.
Κανείς δεν μπορεί να προδικάσει την εκκλησιαστικώς θεμελιώδη πράξη που συνιστά η λήψη μιας απόφασης από έξωθεν πηγή.
Under no circumstances, however, should the negotiations prejudge the final political decision on Turkey's accession to the EU.
Ωστόσο, σε καμία περίπτωση οι διαπραγματεύσεις δεν πρέπει να προδικάζουν την τελική πολιτική απόφαση σχετικά με την προσχώρηση της Τουρκίας στην ΕΕ.
Today no one can prejudge whether this procedure will result in any agreement or failure.
Σήμερα ουδείς μπορεί να προδικάσει αν η παρούσα διαδικασία θα καταλήξει σε οποιαδήποτε συμφωνία ή σε ναυάγιο.
We cannot prejudge the outcome of the ongoing debate by making proposals for action at this stage.
Δεν μπορούμε να προδικάσουμε την έκβαση της συζήτησης που βρίσκεται σε εξέλιξη κάνοντας σʼ αυτό το στάδιο προτάσεις για δράση.
The Commission cannot at present prejudge whether additional measures will be proposed to improve the protection of air passengers.
Επιτροπή δεν μπορεί επί του παρόντος να προδικάσει αν θα προταθούν πρόσθετα μέτρα για τη βελτίωση της προστασίας των επιβατών στις αεροπορικές μεταφορές.".
I cannot prejudge what will happen with the present government,
Δεν μπορώ να προδικάσω τί θα γίνει με την παρούσα κυβέρνηση,
Commissioner Malmström cannot prejudge what Parliament's vote will be.
Επίτροπος Malmström δεν μπορεί να προδικάσει ποια θα είναι η ψήφος του Κοινοβουλίου.
Furthermore, the measures applied for must be provisional, in that they must not prejudge the decision on the substance.
Εξάλλου, τα μέτρα που ζητούνται με την αίτηση πρέπει να είναι προσωρινά και να μην προδικάζουν την απόφαση επί της ουσίας.
Belgrade's delegation said it did not want to discuss anything that might prejudge Kosovo's status.
Η αντιπροσωπεία του Βελιγραδίου ανέφερε ότι δεν επιθυμεί να συζητήσει οτιδήποτε το οποίο ενδέχεται να προδικάσει το καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου.
neither should individual mortals prejudge their fellow creatures.
οι μεμονωμένοι θνητοί θα έπρεπε να προδικάζουν τους συνανθρώπους τους.
neither should individual mortalsˆ prejudge their fellow creatures.
οι μεμονωμένοι θνητοί θα έπρεπε να προδικάζουν τους συνανθρώπους τους.
suggestions for an EU mandate prejudge the outcome of the Intergovernmental Conference
προτάσεις για εντολή της ΕΕ, προδικάζουν το αποτέλεσμα της Διακυβερνητικής Διάσκεψης
The Commission Report does not in any way prejudge the decision that will be taken at the expiry on 12 November of the six-month period set out in the Recommendation,
Η έκθεση της Επιτροπής δεν προδικάζει με κανέναν τρόπο την απόφαση για το κατά πόσον θα παραταθούν οι σημερινοί προσωρινοί έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα, η οποία θα ληφθεί στις 12 Νοεμβρίου, δηλαδή κατά τη
A Provisional Suspension imposed by the FIM does not in any way prejudge the question as to whether an anti-doping rule violation under Article 2 of the FIM Anti-Doping Code has actually been committed.
Μια Προσωρινή αναστολή επιβλήθηκε από τη FIM, δεν προδικάζει σε καμία περίπτωση, το ερώτημα είναι αν μια παραβίαση κανόνα αντι-ντόπινγκ σύμφωνα με το άρθρο 2 της FIM Κώδικα Αντι-Ντόπινγκ έχει πράγματι διαπραχθεί.
Turkey sees no meaning in these wordings contained in the most recent resolution of 26 July on the extension of UNFICYP's mandate, which prejudge the result of the contacts by the Secretary-General's consultant
Η Τουρκία δεν βλέπει κανένα νόημα σε αυτές τις διατυπώσεις που περιέχονται στο πιο πρόσφατο ψήφισμα της 26ης Ιουλίου σχετικά με την παράταση της εντολής της UNFICYP, η οποία προδικάζει το αποτέλεσμα των επαφών του συμβούλου του Γενικού Γραμματέα
In particular, government sources comment that the amendment tabled yesterday by Albanian parliamentarians of fYROMacedonia that the agreement does not define or prejudge“ethnicity” but only“citizenship”, overthrows the argument of K. Mitsotakis.
Συγκεκριμένα, κυβερνητικές πηγές σχολιάζουν πως η τροπολογία που κατέθεσαν χθες Αλβανοί βουλευτές της πΓΔ της Μακεδονίας πως η Συμφωνία δεν καθορίζει, ούτε προδικάζει“εθνότητα” αλλά μόνο“υπηκοότητα” καταρρίπτει το επιχείρημα του Κ. Μητσοτάκη.
At the same time, he said that we must"not disregard such actions which poison the atmosphere and might prejudge the conclusion of the property issue which is an issue which must be solved within the framework of an overall settlement".
Σημείωσε πως ταυτόχρονα''δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τέτοιες εκδηλώσεις που δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα και που ίσως προδικάσουν την κατάληξη στο περιουσιακό, το οποίο είναι ένα ζήτημα που πρέπει να λυθεί στο πλαίσιο μιας συνολικής συμφωνίας''.
Pahor blamed Croatia for provoking Slovenia to block the talks by submitting"contentious documents" that Ljubljana fears could prejudge a solution to their dispute.
ο Παχόρ κατηγόρησε την Κροατία ότι προκαλεί τη Σλοβενία να εμποδίσει τις συνομιλίες, υποβάλλοντας"επίμαχα έγγραφα" τα οποία φοβάται η Λιουμπλιάνα ότι θα προδικάσουν τη λύση στη διαφωνία τους.
Results: 76, Time: 0.0344

Top dictionary queries

English - Greek