PROGRAMMATICALLY in Greek translation

προγραμματιστικά
programming
programmatically
programmatic
development tools
προγραμματισμού
programming
planning
schedule
coding
to plan
προγράμματος
program
project
schedule
plan
scheme
course
agenda
software

Examples of using Programmatically in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Ruby code can programmatically modify, at runtime,
Ο κώδικας σε Ruby μπορεί προγραμματιστικά να αλλάζει, στο χρόνο εκτέλεσης,
But programmatically, we're putting the money in to keep her on schedule
Αλλά προγραμματικά, βάζουμε τα χρήματα για να την κρατήσουμε στα χρονοδιαγράμματα
Can be accessed programmatically and extended, as the underlying Lisp can be called from it.
Mπορεί να προσπελαστεί προγραμματιστικά και να επεκταθεί καθώς η υποκείμενη Lisp μπορεί να κληθεί μέσα από το Maxima.
Programmatically create wallets for your users with the ability to load
Προγραμματισμού δημιουργήσουν πορτοφόλια για τους χρήστες σας με τη δυνατότητα να φορτώσει
SYRIZA objectively and programmatically seems to be heading towards a policy that stabilizes rather than overturns.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αντικειμενικά και προγραμματικά φαίνεται να βαδίζει σε μια πολιτική σταθεροποίησης και όχι ανατροπής.
Whenever you want to change any part of a web page programmatically, you need to modify the DOM.
Κάθε φορά που θέλετε να αλλάξετε προγραμματιστικά οποιοδήποτε μέρος μιας ιστοσελίδας, πρέπει να τροποποιήσετε το DOM.
It is a best practice for dataset providers to give the URL of their SPARQL endpoint to allow access to their data programmatically or through a web interface.
Πρόκειται για βέλτιστη πρακτική προκειμένου οι πάροχοι συνόλων δεδομένων να δίνουν την URL του τελικού τους σημείου SPARQ, ώστε να παρέχουν πρόσβαση στα δεδομένα τους μέσω προγράμματος ή μέσω διασύνδεσης ιστού.
It has to stay programmatically consistent, and this means not going down the road of accommodation.
Πρέπει να παραμείνει προγραμματικά συνεπές και αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να μην ακολουθήσει το δρόμο του συμβιβασμού.
Programmatically associated text is text whose location can be programatically determined from the non-text content.
Κείμενο που συσχετίζεται προγραμματιστικά είναι ένα κείμενο του οποίου η θέση μπορεί να προσδιοριστεί προγραμματιστικά από το μη κειμενικό περιεχόμενο.
It is a best practice for datasets providers to give the URL of their SPARQL endpoint to allow access to their data programmatically or through a Web interface.
Πρόκειται για βέλτιστη πρακτική προκειμένου οι πάροχοι συνόλων δεδομένων να δίνουν την URL του τελικού τους σημείου SPARQ, ώστε να παρέχουν πρόσβαση στα δεδομένα τους μέσω προγράμματος ή μέσω διασύνδεσης ιστού.
Convenient automatic retouching features allow you to quickly and programmatically improve the photo, thanks to the built-in algorithms
Οι βολικές λειτουργίες αυτόματου ρετουσάσματος σας επιτρέπουν να βελτιώσετε γρήγορα και προγραμματικά τη φωτογραφία, χάρη στους ενσωματωμένους αλγόριθμους
Text alternatives for non-text content: Text that is programmatically associated with non-text content or referred to from text that is programmatically associated with non-text content.
Κείμενο το οποίο συσχετίζεται προγραμματιστικά με μη κειμενικό περιεχόμενο ή στο οποίο γίνεται αναφορά από κείμενο που συσχετίζεται προγραμματιστικά με το μη κειμενικό περιεχόμενο.
create configuration files programmatically, which can then be added to the test archive.
τη δημιουργία configuration αρχεία προγραμματιστικά, τα οποία μπορούν μετέπειτα να προστεθούν στο test archive.
The slogan"For a different Greece- In a different Europe" must be given substance programmatically, politically, economically, and socially.
Το σύνθημα«Για μια άλλη Ελλάδα σε μια άλλη Ευρώπη» πρέπει να υποστασιοποιηθεί προγραμματικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά.
a correct reading sequence can be programmatically determined.
τότε μια σωστή αλληλουχία ανάγνωσης μπορεί καθοριστεί προγραμματιστικά.
ideologically or programmatically, to effectively work together.
ιδεολογικά ή προγραμματικά, για να συνεργαστούν αποτελεσματικά.
This command line tool can be used in your own projects and programmatically create PDF files from your own applications.
Αυτή η εφαρμογή γραμμής εντολών μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα δικά σας έργα και προγραμματιστικά να δημιουργείτε αρχεία PDF μέσα από τις δικές σας εφαρμογές.
not only organizationally but also programmatically.
η Τέταρτη Διεθνής έχει πεθάνει, όχι μόνο οργανωτικά, αλλά και προγραμματικά.
new insights in unstructured data sets that typically are obtained programmatically from many different sources.
νέες ιδέες για τα μη δομημένα σύνολα δεδομένων που συνήθως λαμβάνονται προγραμματιστικά από πολλές διαφορετικές πηγές.
then it is simply impossible to restore it programmatically.
τότε είναι απλά αδύνατο να το επαναφέρετε προγραμματικά.
Results: 124, Time: 0.0499

Top dictionary queries

English - Greek