TO DEVELOP COMMON in Greek translation

[tə di'veləp 'kɒmən]
[tə di'veləp 'kɒmən]
να αναπτύξουν κοινές
να αναπτύξουμε κοινές
να αναπτυχθούν κοινές
να αναπτύξει κοινά
ανάπτυξης κοινών
για την ανάπτυξη κοινών
να εξελίξουμε κοινό
να καταρτιστούν κοινά

Examples of using To develop common in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
In addition, it aims to develop common standards and best practices for interoperability and digital cultural heritage sharing
Στοχεύει, ακόμη, στην ανάπτυξη κοινών προτύπων και καλών πρακτικών που άπτονται του διαμοιρασμού της ψηφιακής πολιτιστικής κληρονομιάς
the Member States to develop common initiatives to raise awareness
τα κράτη μέλη να αναπτύξουν κοινές πρωτοβουλίες για την ευαισθητοποίηση
This explains why the Commission did not consider it a priority to develop common indicators but preferred to focus on launching the programmes
Αυτό εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή δεν θεώρησε προτεραιότητα την ανάπτυξη κοινών δεικτών, αλλά προτίμησε να εστιάσει την προσοχή της στην έναρξη των προγραμμάτων
so can exchange good practices, essential to develop common strategies and educational guidance.
θα ενισχύσουν τη συνεργασία μεταξύ ενδιαφερόμενων μερών ώστε να μπορέσουν να αναπτύξουν κοινές στρατηγικές και εκπαιδευτική καθοδήγηση.
it also depends on our ability to develop common ground and understanding
επίσης, από την ικανότητά μας να εξελίξουμε κοινό έδαφος και κατανόηση
eastern European activists to share their different political backgrounds and cultures and to develop common political strategies.
εμπειριών για το διαφορετικό πολιτικό και πολιτιστικό υπόβαθρο των διαφόρων χωρών και την ανάπτυξη κοινών πολιτικών στρατηγικών.
the extension of their protection must always be central to European debate in order to enable us to develop common and effective strategies to protect women
τους πρέπει να κατέχει πάντα κεντρικό ρόλο στις ευρωπαϊκές συζητήσεις, ώστε να μπορούμε να αναπτύξουμε κοινές και αποτελεσματικές στρατηγικές για την προστασία των γυναικών
concluded that there is now an urgent need to develop common safety and health initiatives across the EU.
είναι πλέον απολύτως αναγκαία η ανάπτυξη κοινών πρωτοβουλιών για την ασφάλεια και την υγεία σε ολόκληρη την Ευρώπη.
I support the Commission's proposal to develop common, European monetary positions,
Υποστηρίζω την πρόταση της Επιτροπής να αναπτυχθούν κοινές, ευρωπαϊκές νομισματικές θέσεις,
other relevant international organisations to develop common principles on consumer protection in the field of financial services.
άλλους συναφείς διεθνείς οργανισμούς την ανάπτυξη κοινών αρχών στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των καταναλωτών.
the need to develop common procedures for integrating migrants,
η ανάγκη να αναπτυχθούν κοινές διαδικασίες για την ένταξη των μεταναστών
Ra' intends to develop common curricula among the partnership, together with the representatives of youth associations and youth in general, in the partner countries, who constitute the main target groups of the project.
Ra» μαζί με εκπροσώπους των οργανώσεων νεολαίας και των νέων γενικότερα, οι οποίοι αποτελούν τις κύριες ομάδες-στόχους του έργου, σκοπεύει να αναπτύξει κοινά αναλυτικά προγράμματα στις συνέταιρες χώρες.
other relevant international organisations to develop common principles on consumer protection in the field of financial services.
άλλους συναφείς διεθνείς οργανισμούς την ανάπτυξη κοινών αρχών στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των καταναλωτών.
meet in workshops to develop common work plans
συναντώνται σε εργαστήρια για την ανάπτυξη κοινών εργασιακών σχεδίων
Guided by the University of Catania, this phase aims to develop common guidelines for the implementation of integrated standards for port management and urban and environmental policy
Καθοδηγούμενη από το Πανεπιστήμιο της Κατάνια η φάση αυτή έχει ως στόχο να αναπτύξει κοινές κατευθυντήριες γραμμές για τη διεξαγωγή ολοκληρωμένων προτύπων για τη λιμενική διαχείριση
to take them into account at every level so as to develop common tools to exploit synergies
να τους λαμβάνουν υπόψη σε κάθε επίπεδο, ώστε να αναπτυχθούν κοινά εργαλεία με στόχο να αξιοποιούνται οι συνέργειες
where it is relevant, that aim to develop common and mixed private
οικονομικά κίνητρα που αποσκοπούν στην ανάπτυξη κοινών και μεικτών χώρων ιδιωτικής
The Commission may decide to develop common standards and procedures to ensure transparent communication between the Member States themselves as well as between the Member States,
Η Επιτροπή δύναται να αποφασίζει την ανάπτυξη κοινών προδιαγραφών και διαδικασιών για να εξασφαλίσει τη διαφάνεια της επικοινωνίας τόσο μεταξύ των κρατών μελών όσο
in order‘to develop common auditing standards
piροκειένου«να καταρτιστούν κοινά ελεγκτικά piρότυpiα
in order‘to develop common auditing standards
προκειμένου«να καταρτιστούν κοινά ελεγκτικά πρότυπα
Results: 72, Time: 0.0494

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek