AID IN QUESTION in Greek translation

[eid in 'kwestʃən]
[eid in 'kwestʃən]
επίμαχης ενισχύσεως
εν λόγω ενισχύσεις
such aid
this support
επίδικες ενισχύσεις
επίμαχη ενίσχυση
εν λόγω ενίσχυση
such aid
this support
επίμαχες ενισχύσεις
επίμαχων ενισχύσεων
οικείων ενισχύσεων

Examples of using Aid in question in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
in particular, the aid in question referred to in Article 3 of the Decision.
ιδίως της επίμαχης ενισχύσεως που μνημονεύεται στο άρθρο 3 της Αποφάσεως.
contends in particular that the aid in question was at no time approved by the Community
προβάλλει, ιδίως, ότι η επίμαχη ενίσχυση ουδέποτε εγκρίθηκε από τις κοινοτικές
(21) The Commission cannot therefore consider an aid separately from the effects of its method of financing where that method forms an integral part of the aid in question.
Επομένως, η Επιτροπή δεν δύναται να διαχωρίσει την εξέταση μιας ενισχύσεως από την εκτίμηση των αποτελεσμάτων του τρόπου χρηματοδοτήσεώς της όταν ο τρόπος αυτός αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της επίμαχης ενισχύσεως(22).
The aid in question can only be considered compatible with the common market therefore if it con tributes to one of the objectives set out in the derogations of Article 92(3) of the EEC Treaty.
Η εν λόγω ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά μόνον εφόσον συμβάλει στην επίτευξη ενός από τους στόχους που θέτουν οι παρεκκλίσεις του άρθρου 92, παράγραφος 3, ΕΟΚ.
They claim that, although the aid in question had not been notified within the meaning of Articles 87 EC
Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι, ναι μεν η επίμαχη ενίσχυση δεν κοινοποιήθηκε κατά την έννοια των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, πλην όμως«αναγγέλθηκε δεόντως» σύμφωνα με τις προσήκουσες διαδικασίες
first, that the aid in question falls within a programme of regional aid that was already approved,
πρώτον, ότι οι επίμαχες ενισχύσεις ενέπιπταν σε ήδη εγκεκριμένο πρόγραμμα περιφερειακών ενισχύσεων
Firstly, farm subsidies are not aid for the poor; secondly, the aid in question was not spent on golf clubs,
Πρώτον, οι γεωργικές επιδοτήσεις δεν αποτελούν ενίσχυση για τους φτωχούς· δεύτερον, η εν λόγω ενίσχυση δεν δαπανήθηκε σε λέσχες γκολφ αλλά δόθηκε ως επιδότηση
which identifies HCz as a potential beneficiary of State aid, neither the aid in question nor the period from 1997 to 2003 is mentioned.
περί κινήσεως της διαδικασίας, που κατονομάζει την HCz ως δυνητική δικαιούχο κρατικής ενισχύσεως, δεν μνημονεύεται ούτε η επίμαχη ενίσχυση ούτε η περίοδος από το 1997 έως το 2003.
Subsequently, on the latter decision, the aid in question is deemed, in accordance with the first paragraph of Article 231 EC,
Σύμφωνα με το άρθρο 231, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, μετά την ημερομηνία της τελευταίας αυτής αποφάσεως, οι επίμαχες ενισχύσεις θεωρούνται ως μη κηρυχθείσες συμβατές με την ακυρωθείσα απόφαση, με αποτέλεσμα η
it is therefore necessary to determine the extent to which the aid in question is actually financed by
είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί σε ποιον βαθμό η επίμαχη ενίσχυση χρηματοδοτείται πράγματι από το προϊόν του φόρου
was levied specifically and solely for the purpose of financing the radio broadcasting aid in question.
ο φόρος διαφημίσεων εισπραττόταν ειδικώς και αποκλειστικώς για τη χρηματοδότηση των επίμαχων ενισχύσεων της ραδιοφωνικής εκφράσεως(29).
in June 1984 took a final decisionenjoining the French Government not to grant the aid in question.*.
τον Ιούνιο 1984 εξέδωσε τελική απόφαση με την οποία επιτάσσει στη γαλλική κυβέρνηση να μη χορηγήσει την εν λόγω ενίσχυση(')·.
the structure of the market concerned or the nature of the aid in question.
η δομή της επίδικης αγοράς ή η φύση της επίμαχης ενίσχυσης.
a significant reduction in market share following the grant of the aid in question.
η αισθητή μείωση των μεριδίων αγοράς κατόπιν της χορήγησης της επίμαχης ενίσχυσης.
notwithstanding the declaration of the compatibility of the aid in question with the common market,
παρά τη διαπίστωση της συμβατότητας της επίμαχης ενισχύσεως με την κοινή αγορά,
at the time the aid in question was granted, the rules on the sharing
κατά την εποχή κατά την οποία χορηγήθηκαν οι εν λόγω ενισχύσεις, οι κανόνες κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των τοπικών
where appropriate, transferred to the Public Treasury severs the hypothecation between the tax revenue and the aid in question.
μεταφέρεται στο δημόσιο ταμείο διαρρηγνύει την αναγκαστική σχέση μεταξύ των φορολογικών εσόδων και της επίμαχης ενισχύσεως.
does not demonstrate, in itself, that the aid in question is capable of qualifying for exemption under the ECSC Treaty.
είναι δυνατό οι εν λόγω ενισχύσεις να εξαιρεθούν από την απαγόρευση δυνάμει της Συνθήκης ΕΚΑΧ.
shows that the fixing of the rate applicable to the recovery of the aid in question indeed took place in‘close cooperation' with the Republic of Poland.
ο καθορισμός του εφαρμοστέου επιτοκίου για την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως όντως πραγματοποιήθηκε σε«στενή συνεργασία» με τη Δημοκρατία της Πολωνίας.
the previous situation and the elimination of the distortion of competition resulting from the unlawfully paid aid may, in principle, be achieved by registration of the liability relating to the repayment of the aid in question in the schedule of liabilities'.
η εξάλειψη των αποτελεσμάτων της απορρέουσας από τις παρανόμως χορηγηθείσες ενισχύσεις στρεβλώσεως του ανταγωνισμού μπορούν καταρχήν να επιτευχθούν με την εγγραφή στον πίνακα κατατάξεως της απαιτήσεως που αφορά την επιστροφή των οικείων ενισχύσεων»(41).
Results: 74, Time: 0.0446

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek