IMPLEMENT MEASURES in Greek translation

['implimənt 'meʒəz]
['implimənt 'meʒəz]
εφαρμόζουν μέτρα
εφαρμόσει μέτρα
να υλοποιεί μέτρα

Examples of using Implement measures in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
The Bulgarian government had allocated 28 million leva(about 14 million euro) to pay benefits and implement measures to curb and eradicate ASF in Bulgaria.
Η βουλγαρική κυβέρνηση είχε διαθέσει 28 εκατομμύρια Λέβα(περίπου 14 εκατομμύρια ευρώ) για να εφαρμόσει μέτρα για την καταπολέμηση και την εξάλειψη της ΑΠΧ στη Βουλγαρία.
The economic sectors responsible for the pressures on our waters have to implement measures to address those problems.
Οι οικονομικοί τομείς που ευθύνονται για τις πιέσεις στα ύδατά μας πρέπει να εφαρμόσουν μέτρα για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων.
The dictatorship of the Greek proletariat creates its own state instruments to execute and implement measures that are needed to remove the exploitation of men by men.
Η δικτατορία του ελληνικού προλεταριάτου δημιουργεί τους δικούς της κρατικούς θεσμούς για την εκτέλεση και εφαρμογή των απαραίτητων μέτρων για την πλέρια κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
it's important that you revoke access and implement measures to control future requests.
η άδεια θα πρέπει να ανακληθεί και να εφαρμοστούν μέτρα για τον έλεγχο της μελλοντικής πρόσβασης.
(a) implement measures to encourage participation in their development efforts by private investors who comply with the objectives and priorities of EEC-OCT development cooperation and with the appropriate laws and regulations;
Εφαρμόζουν μέτρα για να ενθαρρύνουν τους ιδιώτες επενδυτές οι οποίοι συμμορφώνονται προς τους στόχους και τις προτεραιότητες της αναπτυξιακής συνεργασίας ΥΧΕ-ΕΟΚ, καθώς και προς τους οικείους νόμους και κανονισμούς, προκειμένου να συμμετέχουν στις αναπτυξιακές τουςπροσπάθειες-.
(a) implement measures to encourage participation in their development efforts by private investors who comply with the objectives and priorities of ACP-EC development cooperation and with the appropriate laws and regulations of their respective States;
Εφαρμόζουν μέτρα για να ενθαρρύνουν τους ιδιώτες επενδυτές οι οποίοι συμμορφώνονται προς τους στόχους και τις προτεραιότητες της αναπτυξιακής συνεργασίας ΥΧΕ-ΕΟΚ, καθώς και προς τους οικείους νόμους και κανονισμούς, προκειμένου να συμμετέχουν στις αναπτυξιακές τουςπροσπάθειες-.
aiming to identify and implement measures in order to manage the increasing workload with an overall stable headcount(3)(see Box 2).
αποσκοπούσε στον προσδιορισμό και την εφαρμογή μέτρων για τη διαχείριση του αυξανόμενου όγκου εργασίας με συνολικά σταθερό αριθμό απασχολουμένων(3)(βλέπε πλαίσιο 2).
as Member States implement measures to fulfil their national commitments on reductions in emissions of pollutants for 2020
καθώς τα κράτη μέλη εφαρμόζουν μέτρα για την εκπλήρωση των εθνικών τους δεσμεύσεων σχετικά με τις μειώσεις των εκπομπών ρύπων για το 2020
the Agency will implement measures to improve the procedure
ο Οργανισμός θα εφαρμόσει μέτρα για τη βελτίωση της διαδικασίας
processor hould evaluate the risks inherent to the processing and implement measures to mitigate those risks.
ο εκτελών την επεξεργασία πρέπει να αξιολογούν τους εγγενείς κινδύνους της επεξεργασίας και εφαρμόζουν μέτρα για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων.
Greece should implement measures worth another 0.5 per cent of GDP
η Ελλάδα θα πρέπει να εφαρμόσει μέτρα που αντιστοιχούν σε άλλο ένα 0,5% του ΑΕΠ,
Implement measures that meet the principles of data protection by design and data protection by default,
Να εφαρμόσουν μέτρα που ανταποκρίνονται στις αρχές της προστασίας των δεδομένων από το σχεδιασμό- privacy by design
The European Council calls on Member States to proactively develop national strategies and implement measures to foster competitiveness,
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλεί τα κράτη μέλη να αναπτύξουν, κατά τρόπο πρωτόβουλο, εθνικές στρατηγικές και να εφαρμόσουν μέτρα για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας,
in all its forms is to be combated effectively, it is essential to develop and implement measures aimed at depriving criminal organisations of their financial resources by striking at bank secrecy wherever necessary;
για την αποτελεσματική αντιμετώπιση όλων των μορφών του οργανωμένου εγκλήματος είναι ζωτικής σημασίας να αναπτυχθούν και να εφαρμοστούν μέτρα που αποκόπτουν τη ροή των οικονομικών πόρων προς τις εγκληματικές οργανώσεις αίροντας, όπου κρίνεται απαραίτητο, το τραπεζικό απόρρητο·.
AXA will fully investigate the matter and implement measures(e.g. containment of the area under investigation,
η AXA θα διερευνήσει πλήρως την υπόθεση και θα εφαρμόσει μέτρα(π.χ. περιορισμός της περιοχής υπό έρευνα,
the Commission to adopt and implement measures to combat air pollution at the source,
την Επιτροπή να θεσπίσουν και να εφαρμόσουν μέτρα για την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην πηγή,
The Court recommends Member States to design and implement measures to adapt their fleet to fishing opportunities to take into account the implementation weaknesses identified at paragraph V above.
Το Συνέδριο συνιστά στα κράτη μέλη να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν μέτρα για να προσαρμόσουν τον στόλο τους στις αλιευτικές δυνατότητες λαμβάνοντας υπόψη τις αδυναμίες στην εφαρμογή οι οποίες προσδιορίζονται στο σημείο V ανωτέρω.
Greece should implement measures worth another 0.5 percent of GDP
η Ελλάδα θα πρέπει να εφαρμόσει μέτρα που αντιστοιχούν σε άλλο ένα 0,5% του ΑΕΠ,
The Member States should implement measures aimed at improving the situation of these children left behind
Τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόσουν μέτρα που αποσκοπούν στη βελτίωση της κατάστασης εκείνων των παιδιών που μένουν πίσω
It is thus important to set targets and implement measures to substantially reduce congestion
Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να τεθούν στόχοι και να εφαρμοστούν μέτρα για την ουσιαστική μείωση της κυκλοφοριακής συμφόρησης
Results: 83, Time: 0.0374

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek