TO THE INABILITY in Greek translation

[tə ðə ˌinə'biliti]
[tə ðə ˌinə'biliti]
στην αδυναμία
στην ανικανότητα

Examples of using To the inability in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
At the same time, deleting the account will lead to the inability to use some services of the Service.
Ταυτόχρονα η απομάκρυνση του λογαριασμού μπορεί να οδηγήσει στην ανικανότητα να χρησιμοποιεί ορισμένες υπηρεσίες CYPLIVE.
Nephrogenic diabetes insipidus is due to the inability of the kidney to respond normally to vasopressin.
Ο νεφρογενής άποιος διαβήτης οφείλεται στην αδυναμία του νεφρού να ανταποκριθεί κανονικά στη αγγειοπιεσίνη.
This is due to the inability of the human ear to hear sounds that are not in the audible range i.e. 20 Hertz to 20,000 Hertz.
Αυτό οφείλεται στην αδυναμία του ανθρώπινου αυτιού να ακούει ήχους που δεν είναι στα πλαίσια του ακουστικού του φάσματος, δηλαδή στα 20 Hertz έως 20 Hertz.
chiefly accidental revelation of the particular incident should be rendered to the inability of prevention and confrontation mechanisms of similar incidents.
κυρίως τυχαία αποκάλυψη του συγκεκριμένου περιστατικού θα πρέπει να αποδοθεί στην αδυναμία μηχανισμών πρόληψης και αντιμετώπισης παρόμοιων περιστατικών.
Almost half of the cases of home abortions have complications that cause the death of a woman or lead to the inability to have children in the future!
Σχεδόν οι μισές από τις περιπτώσεις οικιακών εκτρώσεων έχουν επιπλοκές που προκαλούν το θάνατο μιας γυναίκας ή οδηγούν στην αδυναμία να αποκτήσουν παιδιά στο μέλλον!
to the lack of desire or to the inability to be emancipated from the US.
στην έλλειψη θέλησης η στην αδυναμία να χειραφετηθεί από τις ΗΠΑ.
which leads to the inability to move independently.
γεγονός που οδηγεί στην αδυναμία να κινηθεί ανεξάρτητα.
In contrast to the inability of Japan to invade the U.S.,
Σε αντίθεση με την αδυναμία της Ιαπωνίας να εισβάλουν στις ΗΠΑ,
Incontinence: an inherited condition? given to the inability to control the elimination of urine,
Ακράτεια είναι το όνομα που δίνεται για την ανικανότητα ελέγχου της εξάλειψης των ούρων,
This internationalisation of organised crime is in stark contrast to the inability of the EU Member States to adopt a coordinated approach in dealing with the trafficking in human beings.
Η διεθνοποίηση του οργανωμένου εγκλήματος βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την αδυναμία των κρατών μελών της ΕΕ να καταλήξουν σε μια συντονισμένη προσέγγιση της σωματεμπορίας.
Doctors attribute this to the inability to use body
Οι γιατροί αποδίδουν το γεγονός αυτό με την αδυναμία να χρησιμοποιήσετε το όργανο
Incontinence is the name given to the inability to control urine elimination,
Ακράτεια είναι το όνομα που δίνεται για την ανικανότητα ελέγχου της εξάλειψης των ούρων,
Users of this website are not entitled to any indemnification due to the inability to use services offered by the website.
Οι χρήστες αυτής της ιστοσελίδας δεν δικαιούνται οποιαδήποτε αποζημίωση επειδή αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες που προσφέρονται από αυτήν.
in particular to the inability of the present IT system to record claims when they are received.
και ιδιαίτερα την αδυναμία του σημερινού πληροφορικού συστήματος να καταγράφει καταγγελίες τη στιγμή της παραλαβής τους.
The absence of ranibizumab-mediated effects on embryo-foetal development is plausibly related mainly to the inability of the Fab fragment to cross the placenta.
Η απουσία μεσολαβούμενων από το ranibizumab επιδράσεων στην ανάπτυξη του εμβρύου είναι εμφανώς σχετιζόμενη κυρίως με την αδυναμία του τμήματος Fab να διέλθει τον πλακούντα.
Users of this site are not entitled to any compensation due to the inability to use services offered by it.
Οι χρήστες αυτής της ιστοσελίδας δεν δικαιούνται οποιαδήποτε αποζημίωση επειδή αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες που προσφέρονται από αυτήν.
The term achalasia means"failure to relax" and refers to the inability of the lower esophageal sphincter(a ring of muscle situated between the lower esophagus
Ο όρος«αχαλασία», σημαίνει«μη δυνατότητα χαλάρωσης» και αναφέρεται στην ανικανότητα του κατώτερου οισοφαγικού σφιγκτήρα(ενός μυϊκού δακτυλίου που ευρίσκεται μεταξύ του κατώτερου οισοφάγου
The term achalasia means“failure to relax” and refers to the inability of the lower esophageal sphincter(a ring of muscle situated between the lower esophagus
Ο όρος αχαλασία, σημαίνει«έλλειψη δυνατότητας χαλάρωσης» και αναφέρεται στην ανικανότητα του κατώτερου οισοφαγικού σφιγκτήρα(ενός μυϊκού δακτυλίου που ευρίσκεται μεταξύ του κατώτερου οισοφάγου
They concluded that part of the weight gain can be attributed to the inability to chew whole fruits,
Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ένα ποσοστό του αυξημένου βάρους μπορεί να αποδοθεί στην ανικανότητα του ατόμου να μασήσει ολόκληρα φρούτα,
And the attempt to find the imagined"best" of both worlds has merely led to fantasies of both, and to the inability to perceive either as it is.
Και η προσπάθεια να βρει τα φανταστικά«καλύτερα» στοιχεία και από τους δύο κόσμος έχει οδηγήσει σε φαντασιώσεις και των δύο, και στην ανικανότητα να αντιληφθεί κανέναν από τους δύο έτσι όπως είναι.
Results: 87, Time: 0.0387

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek