IS THE INABILITY in Greek translation

[iz ðə ˌinə'biliti]
[iz ðə ˌinə'biliti]
ειναι η αδυναμία
αποτελεί η ανικανότητα
αποτελεί η αδυναμία

Examples of using Is the inability in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
The only abnormality is the inability to love.
Η μόνη ανωμαλία είναι η ανικανότητα να ερωτευθείς.
Prosopagnosia is the inability to recognise faces.
Προσωπαγνωσία είναι η ανικανότητα να αναγνωρίζει πρόσωπα.
Insomnia is the inability of getting a proper sleep.
Αϋπνία είναι η ανικανότητα να μπορέσουμε να έχουμε έναν καλό ύπνο.
Face blindness(prosopagnosia) is the inability to recognise faces.
Η προσωποαγνωσία[prosopagnosia] είναι η ανικανότητα αναγνώρισης οικείων προσώπων.
Blindness is the inability to see anything, even light.
Τύφλωση είναι η ανικανότητα να δω τίποτα, ακόμη και το φως.
It is the inability of the patient to empty the bladder with urination.
Η αδυναμία του ασθενή να αδειάσει το περιεχόμενο της κύστης με την ούρηση.
The main reason is the inability to change the screen size.
Κύριο ρόλο σε αυτό έχει η αδυναμία αλλαγής του μεγέθους της οθόνης.
One of the main problems of modern education is the inability of students to understand the meaning of texts.
Ένα από τα βασικά προβλήματα της σύγχρονης εκπαίδευσης είναι η αδυναμία των μαθητών να κατανοήσουν την έννοια των κειμένων.
One of the main features of material deprivation is the inability to access appropriate quantities
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της υλικής στέρησης είναι η αδυναμία πρόσβασης σε κατάλληλη ποσότητα
The biggest drawback of MUSS is the inability to defeat"dumb" RPGs
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του“MUSS” ειναι η αδυναμία του να εξουδετερώσει τα“χαζά”“RPG”
Shared Workbooks have limitations, and one in particular is the inability to edit using Excel for the web.
Τα κοινόχρηστα βιβλία εργασίας έχουν περιορισμούς και ένα συγκεκριμένο είναι η αδυναμία επεξεργασίας με χρήση του Excel για το Web.
The hallmark of dementia is the inability to carry out everyday activities as a consequence of diminished cognitive ability.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της άνοιας αποτελεί η αδυναμία εκτέλεσης των καθημερινών δραστηριοτήτων του ατόμου ως αποτέλεσμα της μειωμένης γνωστικής ικανότητάς του..
Malabsorption is the inability of the cells of the body to obtain nutrients from the foods eaten.
Η κακή απορρόφηση είναι η αδυναμία των κυττάρων του σώματος να αποκτήσουν θρεπτικά συστατικά από τα τρόφιμα που καταναλώνονται.
The classic feature is the inability to carry out everyday activities as a consequence of reduced mental ability.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της άνοιας αποτελεί η αδυναμία εκτέλεσης των καθημερινών δραστηριοτήτων του ατόμου ως αποτέλεσμα της μειωμένης γνωστικής ικανότητάς του..
Battlefield 3 connection problems- Another common issue with Battlefield 3 is the inability to join an online game.
Προβλήματα σύνδεσης με το Battlefield 3- Ένα άλλο κοινό πρόβλημα με το Battlefield 3 είναι η αδυναμία συμμετοχής σε ένα online παιχνίδι.
work addiction is the inability to stop the behavior.
ο εθισμός στην εργασία είναι η αδυναμία να σταματήσει αυτή η συμπεριφορά.
Cursor won't move- Another problem that can appear with your mouse is the inability to move your cursor.
Ο δρομέας δεν θα μετακινηθεί- Ένα άλλο πρόβλημα που μπορεί να εμφανιστεί με το ποντίκι σας είναι η αδυναμία να μετακινήσετε τον κέρσορα.
Symptoms Transient global amnesia is identified by its main symptom, which is the inability to form new memories
Η παροδική σφαιρική αμνησία αναγνωρίζεται από ένα βασικό σύμπτωμα: την αδυναμία του ατόμου να δημιουργήσει νέες αναμνήσεις
The chief reason for this is the inability of the recipients' administrations to cope with the influx of aid
Αυτό οφείλεται κυρίως στην αδυναμία των διοικήσεων των δικαιούχων να αντιμετωπίζουν τη συρροή των ενισχύ¬ σεων
Social disorganization is the inability of a community structure to realize the common values of its residents
Ως κοινωνική αποδιοργάνωση ορίζεται η αδυναμία της κοινότητας, να μεταδώσει τις κοινές αξίες στους κατοίκους της
Results: 249, Time: 0.046

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek