WORKING PART-TIME in Greek translation

['w3ːkiŋ 'pɑːt-taim]
['w3ːkiŋ 'pɑːt-taim]
εργάζονται με μερική απασχόληση
εργασίας μερικής απασχόλησης
δουλεύουν με μερική απασχόληση

Examples of using Working part-time in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
The'working poor', most of them women, working part-time, for a pittance and in the most insecure jobs,
Οι"φτωχοί εργαζόμενοι" μερικής απασχόλησης έναντι πολύ χαμηλού μισθού
The high rate of women working part-time is accompanied by one of the widest gender gaps in part-time employment in the Union(37,5% versus Union average of 23,1%).
Το υψηλό ποσοστό των γυναικών που εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης συνοδεύεται από ένα από τα μεγαλύτερα χάσματα μεταξύ των φύλων στην εργασία μερικής απασχόλησης στην Ένωση(37,5 % έναντι μέσου όρου της Ένωσης 23,1 %).
only have one salary, there are many other ways to make money on the side, from working part-time to free-lancing to consulting to selling Avon to babysitting.
υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι για να κερδίσουν χρήματα από την πλευρά, από το να εργάζονται με μερική απασχόληση σε ελεύθερο lancing να ζητήσει τη γνώμη του για την πώληση Avon να babysitting.
some 10% of all men in employ ment will be working part-time.
σε δέκα χρόνια, το ποσοστό του ενεργού ανδρικού πληθυσμού σε μερική απασχόληση θα ανέλθει στο 10%.
by a corresponding pro-rata of 1720 hours, for persons working part-time;
κατ' αντίστοιχη αναλογία των 1720 ωρών για τα άτομα που εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης·.
elderly adults” and that working part-time can“be effective in maintaining cognitive ability.”.
σε ηλικιωμένους” και ότι“η εργασία με μερική απασχόληση μπορεί να είναι αποτελεσματική στη διατήρηση της γνωστικής ικανότητας”.
For example, millennial women who need to travel may need more money to retire than those who plan to downsize into a tiny home or continue working part-time in retirement.
Για παράδειγμα, χιλιετή γυναίκες που θέλουν να ταξιδέψουν μπορεί να χρειαστεί περισσότερα χρήματα για να συνταξιοδοτηθούν από εκείνους που σχεδιάζουν να συρρικνωθεί σε ένα μικρό σπίτι ή συνεχίσουν να εργάζονται με μερική απασχόληση κατά τη συνταξιοδότησή τους.
elderly adults” and that working part-time can"be effective in maintaining cognitive ability.”.
σε ηλικιωμένους” και ότι“η εργασία με μερική απασχόληση μπορεί να είναι αποτελεσματική στη διατήρηση της γνωστικής ικανότητας”.
unemployed or working part-time, not enrolled in full-time education,
είναι άνεργοι ή εργάζονται με μερική απασχόληση, δεν είναι εγγεγραμμένοι σε πρόγραμμα πλήρους φοίτησης,
unemployed or working part-time, not enrolled in full-time education,
είσαι άνεργος ή εργάζεσαι με μερική απασχόληση, δεν έχεις ήδη κάποια υφιστάμενη επιχείρηση,
While working part-time has been shown to be useful in allowing some women to remain in the labour market after having children
Αν και η μερική απασχόληση έχει αποδειχτεί χρήσιμη, αφού επιτρέπει σε ορισμένες γυναίκες να παραμείνουν στην αγορά εργασίας μετά την απόκτηση παιδιών
While working part-time has been shown to be useful in allowing some women to remain in the labour market after having children
Αν και η μερική απασχόληση έχει όντως αποδειχτεί χρήσιμη, αφού επιτρέπει σε ορισμένες γυναίκες να παραμείνουν στην αγορά εργασίας μετά την απόκτηση παιδιών
by a corresponding pro-rata of 1720 hours, for persons working part-time;
κατ' αντίστοιχη αναλογία των 1720 ωρών για τα άτομα που εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης·.
25 pct of the people working part-time within a year were jobless or inactive.
την Πορτογαλία 25% των απασχολούμενων που εργάζονταν με καθεστώς μερικής απασχόλησης βρέθηκαν άνεργοι ή ανενεργοί τον επόμενο χρόνο.
Others work part-time.
Άλλοι εργάζονται με μερική απασχόληση.
Face feelers work part-time, but they can earn up to $25 per hour.
Εργάζονται με μερική απασχόληση, αλλά μπορούν να κερδίσουν μέχρι και $25 ανά ώρα.
Few men take parental leave or work part-time.
Λίγοι άνδρες ζητούν γονική άδεια ή εργάζονται με μερική απασχόληση.
Works part-time in a restaurant.
Εργάζεται με μερική απασχόληση στο εστιατόριο.
There he met a girl who worked part-time at a small agency.
Εκεί συνάντησε μια κοπέλα που εργάστηκε με μερική απασχόληση σε ένα μικρό πρακτορείο.
Treisha works part-time as a blog manager
Treisha εργάζεται με μερική απασχόληση ως διαχειριστής ιστολογίου
Results: 54, Time: 0.0434

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek