BASIC NEED in Greek translation

['beisik niːd]
['beisik niːd]
βασικής ανάγκης
βασικότερη ανάγκη
στοιχειώδη ανάγκη
πρωταρχική ανάγκη
θεμελιώδη ανάγκη
fundamental need
fundamental necessity
fundamental requirement

Examples of using Basic need in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Recognition is a basic need.
Η αναγνώριση είναι μια βασική ανάγκη.
That's because being loved is a basic need.
Κι αυτό γιατί το να αγαπιέσαι είναι μια βασική ανάγκη.
Housing is a basic need.
Η στέγαση αποτελεί βασική ανάγκη.
The security is one of the basic need of every human.
Η ασφάλεια όντας μια εκ των βασικών αναγκών του κάθε ανθρώπου.
So the basic need they meet is not something new under the sun.
Οπότε η βασική ανάγκη που καλύπτουν δεν αποτελεί κάτι καινούριο.
communication is an basic need but also a prerequisite for a successful relationship.
η επικοινωνία είναι μια έμφυτη ανάγκη αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση για μια πετυχημένη σχέση.
Chef is one who can turn a basic need, such as food,
Το να είσαι σεφ, σημαίνει να μπορείς να μετατρέψεις μια ανθρώπινη στοιχειώδη ανάγκη, όπως είναι η σίτιση,
Chef is one who can turn a basic need, such as food,
Ο Chef είναι αυτός που μπορεί να μετατρέψει μια στοιχειώδη ανάγκη, όπως είναι η σίτιση,
Besides the basic need products, there is a remarkable offer of folklore art and souvenirs,
Eκτός των ειδών βασικής ανάγκης, είναι αξιοσημείωτη η προσφορά ειδών λαϊκής τέχνης
We must realize that when basic need have been met, human development is primarily about being more, not having more.".
Πρέπει να αντιληφθούμε, πως όταν έχουν καλυφθεί οι βασικές ανάγκες, η ανθρώπινη ανάπτυξη σημαίνει πρωταρχικά να ζεις περισσότερο και όχι να αποκτάς περισσότερα.
international partners have focused on meeting the basic need for access to safe drinking water.
διεθνείς εταίροι έχουν εστιάσει στην ικανοποίηση της βασικής ανάγκης για πρόσβαση σε ασφαλές πόσιμο νερό.
Our company originated in 1998 from the most basic need of the baker-confectioner who are prompt and responsible technical support.
Η Εταιρεία μας προήλθε το 1998 από την βασικότερη ανάγκη του αρτοποιού-ζαχαροπλάστη που είναι η άμεση και υπεύθυνη τεχνική υποστήριξη.
We can listen to him and ourselves to understand the basic need or belief which is motivating his behavior.
Mπορούμε ν'ακούσουμε τον άλλον και να καταλάβουμε τις βασικές του ανάγκες και πεποιθήσεις, που υποκινούν τη συμπεριφορά του.
families cannot afford to meet their most basic need for food.
όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν να καλύψουν ούτε την βασικότερη ανάγκη τους για τροφή.
families cannot afford to meet their most basic need for food.
όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν να καλύψουν ούτε την βασικότερη ανάγκη τους για τροφή.
The motivation of ordinary men is a striving for the basic need gratifications that they lack.”.
Τα κίνητρα των συνηθισμένων ανθρώπων είναι η προσπάθεια ικανοποίησης των βασικών αναγκών που συνήθως στερούνται».
But they do it in a way that almost guarantees their basic need will not be met-they blame their partner for failing in some essential way.
Μα το κάνουν με τέτοιο τρόπο, που σχεδόν είναι σίγουρο ότι η βασική τους ανάγκη δεν θα ικανοποιηθεί- και τότε κατηγορούν τον σύντροφο τους ότι αυτός απέτυχε.
But they do it in a way that almost guarantees their basic need will not be met-they blame their partner for failing in some essential way.
Το κάνουν όμως μ' ένα τρόπο που σχεδόν εγγυάται πως η βασική τους ανάγκη δεν θα καλυφθεί- κατηγορούν το σύντροφό τους ως αποτυχημένο σε πολύ βασικά ζητήματα.
Our basic need is to reclaim our history
Η βασική μας ανάγκη είναι να ανακτήσουμε την ιστορία
characteristics that can fulfill a person's basic need to feel a sense of self-worth and loved.”.
χαρακτηριστικά που μπορούν να ικανοποιήσουν τη βασική ανάγκη ενός ατόμου να αισθάνεται αίσθηση αυτοπεποίθησης και αγάπης».
Results: 201, Time: 0.0431

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek