IS BASED ON THE USE in Greek translation

[iz beist ɒn ðə juːs]
[iz beist ɒn ðə juːs]
στηρίζεται στη χρήση
βασίζεται στην χρήση
βασίζεται στη χρησιμοποίηση

Examples of using Is based on the use in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Microchip technology is based on the use of scanners sending out a radio wave
Η τεχνολογία μικροτσίπ είναι βασισμένη στη χρήση των ανιχνευτών στέλνοντας ένα ραδιο κύμα
Campylobacter Rapid Test Cassette(Feces) is based on the use of a membrane with colloidal gold.
Campylobacter η γρήγορη κασέτα δοκιμής(περιττώματα) είναι βασισμένη στη χρήση μιας μεμβράνης με τον κολλοειδή χρυσό.
nomadism and is based on the use of the Aigis I(inscribed garment/parchment,
τον νομαδισμό και τη μετακίνηση, και στηρίζεται στη χρήση της Αιγίδας I(περγαμηνή από δέρμα γίδας)
This interesting new application is based on the use of radiofrequencies and the diversion of energy to the deepest skin layers,
Η ενδιαφέρουσα νέα εφαρμογή στηρίζεται στη χρήση ραδιοσυχνοτήτων και στη διοχέτευση ενέργειας στις βαθύτερες στοιβάδες του δέρματος,
Furthermore, that service is based on the use of specific technology requiring a level of experience
Επιπροσθέτως, η εν λόγω παροχή υπηρεσιών στηρίζεται στη χρήση ειδικής τεχνολογίας,
The most effective means are based on the use of honey.
Τα πιο αποτελεσματικά μέσα βασίζονται στη χρήση του μελιού.
All are based on the use of free energy which is clean and non-polluting.
Όλα βασίζονται στη χρήση της ελεύθερης ενέργειας που είναι καθαρή και μη ρυπογόνα.
The achievement was based on the use of both stem cells and genetic modification.
Το επίτευγμα βασίστηκε στη χρήση τόσο βλαστικών κυττάρων όσο και γενετικής τροποποίησης.
Economic methods are based on the use of economic laws.
Οι οικονομικές μέθοδοι βασίζονται στη χρήση οικονομικών νόμων.
All methods are based on the use of Microsoft Word.
Όλες οι μέθοδοι βασίζονται στη χρήση του Microsoft Word.
Polite flirting was based on the use of proper manners
Το ευγενικό φλερτ βασίστηκε στη χρήση κόσμιων τρόπων
Both techniques are based on the use of the most modern RFAL technology with which thermolysis liquifies fat in the subcutaneous layer. The process also includes firming of the connective tissue.
Και οι δύο τεχνικές βασίζονται στη χρήση της πλέον σύγχρονης τεχνολογίας RFAL με την οποία εξασφαλίζεται θερμική λύση του υποδόριου λίπους με ταυτόχρονη σύσφιγξη του συνδετικού ιστού.
The image was based on the use of the pillars in Spanish
Η εικόνα ήταν βασισμένη στην χρησιμοποίηση των στηλών στην Ισπανική
the treatments are based on the use of particular ointments,
οι θεραπείες βασίζονται στη χρήση συγκεκριμένων αλοιφών,
Other concepts are based on the use of renewable raw materials
Βασίζονται στη χρήση ανανεώσιμων πρώτων υλών ή πλήρως ανακυκλώσιμων μεμβρανών,
The achievements of experimental psychology are based on the use of methods of biology,
Τα επιτεύγματα της πειραματικής ψυχολογίας βασίζονται στη χρήση των μεθόδων της βιολογίας,
Pickering emulsions are based on the use of biopolymeric emulsifiers
Τα γαλακτώματα Pickering βασίζονται στη χρήση των βιοπολυμερικής γαλακτωματοποιητών
The procedures described here are based on the use of measuring BrdU content to indicate an increased number of proliferating cells in the draining auricular lymph nodes.
Οι διαδικασίες που περιγράφονται στο παρόν κεφάλαιο βασίζονται στη χρήση ραδιοσήμανσης in vivo για τη μέτρηση ενός αυξημένου αριθμού πολλαπλασιαζόμενων κυττάρων στους αποχετευτικούς ωτικούς λεμφαδένες.
The image was based on the use of the pillars in Spanish
Η εικόνα ήταν βασισμένη στην χρησιμοποίηση των στηλών στην Ισπανική
the accounts we create on various websites are based on the use of passwords.
των λογαριασμών που δημιουργούμε σε διάφορες ιστοσελίδες βασίζονται στη χρήση κωδικών πρόσβασης….
Results: 88, Time: 0.0531

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek