ONE OF THE BASIC PRINCIPLES in Greek translation

[wʌn ɒv ðə 'beisik 'prinsəplz]
[wʌn ɒv ðə 'beisik 'prinsəplz]

Examples of using One of the basic principles in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
the implementation of Community law by individual Member States is one of the basic principles of the European Union.
η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από τα επιμέρους κράτη μέλη είναι μία από τις βασικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
In the fourth Article of Faith we read that“Faith in the Lord Jesus Christ” is one of the basic principles of the gospel.
Στο τέταρτο Άρθρο της Πίστης διαβάζουμε ότι η«Πίστη στον Κύριο Ιησού Χριστό» είναι μία από τις βασικές αρχές του Ευαγγελίου[1].
Despite lacking a central text or dogma, one of the basic principles of Buddhism is considered by all its schools to be the precept of forbiddance to kill.
Παρά την έλλειψη ενός κεντρικού κειμένου ή δόγματος, μια βασική αρχή του Βουδισμού θεωρείται από όλες τις σχολές του, η αρχή της απαγόρευσης του φόνου.
One of the basic principles of shamanism is the belief that everything has a spirit
Μια βασική αρχή του σαμανισμού είναι η πεποίθηση ότι τα πάντα έχουν ένα πνεύμα
which makes it one of the basic principles for the interoperability of high-speed lines.
η οποία ανάγει την ανάπτυξή του σε μία από τις βασικές αρχές για τη διαλειτουργικότητα των γραμμών υψηλής ταχύτητας.
The decoupling of energy consumption from economic growth is one of the basic principles of sustainability.
Η αποδέσμευση της κατανάλωσης ενέργειας από την οικονομική ανάπτυξη είναι μία βασική αρχή της βιωσιμότητας.
The fascinating thing about neutrinoless double beta decay is that it would violate one of the basic principles of the Standard Model,
Το συναρπαστικό γεγονός για την διπλή βήτα διάσπαση δίχως νετρίνα θα ήταν ότι θα παραβίαζε μία από τις βασικές αρχές του Καθιερωμένου Μοντέλου, στην οποία όλες
PostEurop would therefore like to remind that one of the basic principles of tax policy is that the cost of collection must be lower than the tax collected,
Ως εκ τούτου, η PostEurop θα ήθελε να υπενθυμίσει ότι μία από τις βασικές αρχές της φορολογικής πολιτικής είναι πως το κόστος της συλλογής φόρου πρέπει να είναι χαμηλότερο
This is especially relevant as one of the basic principles of the Founding Charter of the IONA is“to promote the spirit of universal fraternity among people of all creeds, races and social backgrounds”.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σχετικό δεδομένου ότι μια από τις βασικές αρχές του χάρτη ίδρυσης του ΔΟΝΑ είναι"να προαχθεί το πνεύμα της καθολικής αδελφότητας μεταξύ των ανθρώπων όλων των θρησκειών, των φυλών και των κοινωνικών υποβάθρων".
One of the basic principles of the current multiannual financial framework
Μία από τις βασικές αρχές του τρέχοντος πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου
Active motion in the application of techniques is one of the basic principles in motor learning,
Η ενεργητική κίνηση κατά την εφαρμογή των τεχνικών αποτελεί μια από τις βασικές αρχές στην κινητική μάθηση,
I am pleased that the core message of Parliament's draft resolution corresponds to one of the basic principles of the Presidency. Individual performance must always be acknowledged by the EU.
Χαίρομαι για το γεγονός ότι ο πυρήνας του μηνύματος του σχεδίου ψηφίσματος του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί σε μία από τις βασικές αρχές της Προεδρίας." ατομική επίδοση πρέπει πάντα να αναγνωρίζεται από την ΕΕ.
One of the basic principles of Free Software,
Μια από τις βασικές αρχές του Ελεύθερου Λογισμικού,
Given that the free circulation of goods is one of the basic principles of the internal market,
Δεδομένου ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων είναι μία από τις βασικές αρχές της εσωτερικής αγοράς,
Moreover, one of the basic principles governing the law of collective agreements is that they must either be brought into line with the overlying legislative provision or their content must be more favourable to workers.
Αλλωστε μια από τις βασικές αρχές που διέπουν το δίκαιο των συλλογικών συμβάσεων είναι ότι αυτές δεν μπορεί παρά, είτε να εναρμονίζονται με την υπερκείμενη νομοθετική ρύθμιση, είτε να έχουν ευνοοκότερο για τους εργαζόμενους περιεχόμενο.
safeguarding one of the basic principles of Community law such as equality of opportunity.
διαφυλάττοντας μία από τις βασικές αρχές του κοινοτικού Δικαίου όπως είναι η ισότητα των ευκαιριών.
One of the basic principles of the Comprehensive Peace Agreement was the establishment of democratic governance based on respect for diversity
Μια από τις βασικές αρχές της Συνολικής Ειρηνευτικής Συμφωνίας ήταν η εδραίωση δημοκρατικού καθεστώτος διακυβέρνησης με βάση τον σεβασμό της πολυμορφίας
One of the basic principles which will govern the future foreign policy of China,
Μια από τις βασικές αρχές που θα διέπει την μελλοντική εξωτερική πολιτική της Κίνας,
with guarantee of good operation is one of the basic principles in the ired laboratories.
με εγγύηση καλής λειτουργίας, αποτελεί μια από τις βασικές αρχές στα εργαστήρια ired.
Marx and Engels note that one of the basic principles of the revolutionary activity of Communists in different countries is their mutual aid
Οι Μαρξ- Ενγκελς τόνιζαν ότι μια από τις βασικότερες αρχές των κομμουνιστών είναι η αμοιβαία βοήθεια και υποστήριξη στον αγώνα εναντίον της κοινωνικής καταπίεσης
Results: 81, Time: 0.0483

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek