WAS A SOURCE in Greek translation

[wɒz ə sɔːs]
[wɒz ə sɔːs]
ήταν πηγή
i am a source
i'm a fountain
αποτελούσε πηγή

Examples of using Was a source in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
This assertion was a source of contention for many years,
Αυτή η θέση υπήρξε πηγή αντιδικιών για δεκαετίες
The first one was with Tom Lefroy and was a source of inspiration for Sense and Sensibility.
Ο πρώτος ήταν ο Τομ Λεφρόι και ήταν πηγή έμπνευσης για τη Λογική κι Ευαισθησία.
The ecclesiastical issue in particular was a source of continuous tension,
Ειδικά το εκκλησιαστικό ζήτημα αποτέλεσε πηγή συνεχών εντάσεων,
His drunken rowdiness was a source of maternal complaint from his university days through some two decades later.
Ο μεθυσμένος σαματάς του ήταν πηγή των μητρικών παραπόνων από την εποχή του πανεπιστημίου μέχρι περίπου δύο δεκαετίες αργότερα.
But Dutch art was a source of national pride,
Αλλά η ολλανδική τέχνη αποτελούσε πηγή εθνικής υπερηφάνειας
Thus, the Greek Revolution, which was a source of inspiration and hope for European liberals was a uniquely successful uprising in the Restoration period(1815-1830).
Έτσι, η Ελληνική Επανάσταση που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και ελπίδας στους χώρους των ευρωπαίων φιλελευθέρων υπήρξε το μοναδικό παράδειγμα επανάστασης με ευτυχή κατάληξη σε όλη την περίοδο της Παλινόρθωσης(1815-1830).
Since the Oak was a source of food for the people of Europe it was respected far back into history.
Η βελανιδιά ήταν πηγή τροφής για τους πληθυσμούς της Ευρώπης. Γι' αυτό και οι άνθρωποι την σέβονταν από τα βάθη της ιστορίας.
naval trade was a source of wealth and the city's purchases lucrative.
το θαλάσσιο εμπόριο αποτελούσε πηγή πλούτου και οι αγορές της πόλης ήταν ακμάζουσες.
Her enthusiasm for the park was a source of inspiration to all those involved.
Η ηγετική του φυσιογνωμία αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για όλους όσους συμμετείχαν σ” αυτή την προσπάθεια.
During industrial revolution, the water mills were made which was a source of hydroelectric energy.
Κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, κατασκευάστηκαν οι νερόμυλοι που ήταν πηγή υδροηλεκτρικής ενέργειας.
The first two centuries of existence of the Monastic community was a source of Christian faith.
Τους δύο πρώτους αιώνες της ύπαρξής της η Μοναστική κοινότητα αποτελούσε πηγή Χριστιανικής πίστης και θείας ευλογίας.
Their act, courageous and selfless was a source of inspiration for thousands of people,
Η πράξη τους, θαρραλέα και ανιδιοτελής, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για χιλιάδες ανθρώπους,
good bread was a source of pride to the housewife.
το καλό ψωμί ήταν πηγή υπερηφάνειας για την νοικοκυρά.
The first two centuries of existence of the Monastic community was a source of Christian faith.
Τους δύο πρώτους αιώνες της ύπαρξης της n Μοναστική κοινότητα αποτελούσε πηγή χριστιανικής πίστης.
It is a characteristic aesthetic forest and was a source of inspiration for our poet, Aggelos Sikelianos.
Είναι χαρακτηρισμένο αισθητικό δάσος, και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον ποιητής μας, τον Άγγελο Σικελιανό.
Financial investors understood that a weakened dollar was a source of volatility in the international money markets.
Οι επενδυτές καταλάβαιναν ότι ένα αποδυναμωμένο δολάριο ήταν πηγή αστάθειας για τις διεθνείς χρηματαγορές.
as sent out by the first-century governing body, was a source of encouragement.
όπως την έστειλε το κυβερνών σώμα του πρώτου αιώνα, αποτελούσε πηγή ενθάρρυνσης.
poet brother was a source of inspiration for him.
αδερφός ποιητής) αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον ίδιο.
when it was set up, was a source of hope for European consumers.
η ενιαία αγορά, όταν δημιουργήθηκε, ήταν πηγή ελπίδας για τους ευρωπαίους καταναλωτές.
sea trade was a source of wealth and the markets of the city were thriving.
το θαλάσσιο εμπόριο αποτελούσε πηγή πλούτου και οι αγορές της πόλης ήταν ακμάζουσας.
Results: 119, Time: 0.0474

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek