FIRM COMMITMENT in Greek translation

[f3ːm kə'mitmənt]
[f3ːm kə'mitmənt]
σθεναρή δέσμευση
αυστηρή δέσμευση
στέρεη δέσμευση
αποφασιστική δέσμευση
αταλάντευτη δέσμευση

Examples of using Firm commitment in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
The Commission communication to the Barcelona European Council speaks of a firm commitment to the growth and stability pact,
Η ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης διακηρύσσει τη σταθερή προσήλωση στο σύμφωνο ανάπτυξης
which are at the heart of the Essen Strategy, were difficult to realise without a firm commitment on the part of the Member States.
ήσαν εντούτοις δυσχερώς υλοποιήσιμοι χωρίς αυστηρή δέσμευση εκ μέρους των κρατών μελών.
The Site Owner provides the following privacy policy(the'Privacy Policy') in order to demonstrate its firm commitment to privacy.
Ο Κύριος του Ιστοχώρου παρέχει την Πολιτική Προστασίας Απορρήτου Προσωπικών Στοιχείων που περιγράφεται παρακάτω προκειμένου να δηλώσει την ακλόνητη δέσμευση του για προστασία του απορρήτου.
This is ETA's firm commitment toward a process to achieve a lasting resolution
Αυτή είναι η στέρεη δέσμευση της ETA προς μια διαδικασία για να επιτευχθεί μια διαρκής λύση
This distinction is yet another international recognition for Loux who, with a firm commitment to high quality
Η διάκριση αποτελεί μία ακόμη διεθνή αναγνώριση για τη Λουξ που, με σταθερή δέσμευση στην υψηλή ποιότητα
The European Union has always demonstrated a firm commitment to the protection citizens' privacy,
Ευρωπαϊκή Ένωση ανέκαθεν επεδείκνυε σταθερή προσήλωση στην προστασία της ιδιωτικής ζωής των πολιτών,
the European Commission approved a new“Strategy for Africa”, with a firm commitment to do“more, better and faster”.
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε μία νέα"Στρατηγική για την Αφρική", με μία αποφασιστική δέσμευση να κάνει"περισσότερα, καλύτερα και ταχύτερα".
This is Eta's firm commitment towards a process to achieve a lasting resolution
Αυτή είναι η στέρεη δέσμευση της ETA προς μια διαδικασία για να επιτευχθεί μια διαρκής λύση
Ensuring effective simplification requires a firm commitment by the Commission, the European Parliament,
Για τη διασφάλιση ουσιαστικής απλούστευσης απαιτείται ισχυρή δέσμευση εκ μέρους της Επιτροπής,
Therefore, Amendment No 17 contains a firm commitment to remain below the 20% ceiling of administrative appropriations.
Έτσι, η τροπολογία 17 περιλαμβάνει μια σταθερή δέσμευση να διατηρείται κάτω από το ανώτατο 20 % των διοικητικών πιστώσεων.
structural funds must be accompanied by a firm commitment towards competition, choice
τα διαρθρωτικά ταμεία πρέπει να συνοδεύονται από σταθερή προσήλωση στον ανταγωνισμό, στην επιλογή
is that empty rhetoric or a firm commitment?
είναι αυτό μια κενή ρητορική ή μια αποφασιστική δέσμευση;?
It urges all parties to maintain a firm commitment to a successful outcome to the negotiating process with the collaboration of the governments of Greece and Turkey.
Καλεί όλα τα μέρη να διατηρήσουν ισχυρή δέσμευση για ένα επιτυχές αποτέλεσμα της διαπραγματευτικής διαδικασίας με τη συνεργασία των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας.
Macedonia is showing a firm commitment for its full implementation.
η ΠΓΔΜ δείχνει μια σταθερή δέσμευση για την πλήρη εφαρμογή της συμφωνίας.
These speak very eloquently for the great prosperity of the settlement and the firm commitment of its inhabitants to Orthodoxy.
Αυτά μιλούν πολύ εύγλωττα για τη μεγάλη ακμή του οικισμού και τη σταθερή προσήλωση των κατοίκων του στην Ορθοδοξία.
We have created this Privacy Policy to demonstrate our firm commitment to privacy and security.
Δημιουργήσαμε αυτήν την Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων για να αποδείξουμε τη σταθερή μας δέσμευση στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ασφάλειας.
Parliament has managed to win a firm commitment from the Member States.
το Κοινοβούλιο κατάφερε να αποσπάσει μια ισχυρή δέσμευση από τα κράτη μέλη.
stability and a firm commitment to our customers, our employees
σταθερότητα και μια σταθερή δέσμευση προς τους πελάτες μας, των εργαζομένων μας
Pyongyang reaffirmed the firm commitment to the full denuclearization of the Korean peninsula.
η Πιονγκγιάνγκ επιβεβαίωσε μια ισχυρή δέσμευση για την πλήρη αποπυρηνικοποίηση της Κορεατικής Χερσονήσου.
The European perspective for the Western Balkans should remain a firm commitment on both sides.
Η ευρωπαϊκή προοπτική για τα Δυτικά Βαλκάνια πρέπει να παραμείνει σταθερή δέσμευση και από τις δύο πλευρές.
Results: 320, Time: 0.0481

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek