A GENERAL PRINCIPLE in Greek translation

[ə 'dʒenrəl 'prinsəpl]
[ə 'dʒenrəl 'prinsəpl]
γενικό κανόνα
general rule
rule of thumb
general guideline
basic rule
general principle
overall rule

Examples of using A general principle in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
As a general principle, information which has not previously been approved will need to be verified by the competent authorities prior to dissemination.
Κατά γενικό κανόνα, οι πληροφορίες που δεν έχουν εγκριθεί προηγουμένως χρειάζεται να επαληθεύονται από τις αρμόδιες αρχές πριν από τη διάδοσή τους.
However, we should be focusing, as a general principle, on the European value-added of these programmes to a greater extent.
Ωστόσο, θα πρέπει να επικεντρωθούμε, ως γενική αρχή, στην ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία αυτών των προγραμμάτων σε μεγαλύτερο βαθμό.
The European Union legal system undeniably seeks to ensure the observance of the principle of equal treatment as a general principle of law.
Η έννομη τάξη της Ένωσης κατατείνει αναντίρρητα στη διασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της ισότητας ως γενικής αρχής του δικαίου.
As a general principle, Member States should,
Κατά γενικό κανόνα, τα κράτη μέλη πρέπει να βασιστούν,
As a general principle, MRL assessments do not consider the effects of food processing(particularly cooking) on residues.
Κατά γενική αρχή, οι αξιολογήσεις ΑΟΚ δεν λαμβάνουν υπόψη τις επιδράσεις της επεξεργασίας τροφίμων(συγκεκριμένα του μαγειρέματος) στα κατάλοιπα.
As a general principle, alerts on persons should be deleted from SIS after a period of three years.
Κατά γενικό κανόνα, οι καταχωρίσεις σχετικά με πρόσωπα θα πρέπει να διαγράφονται αυτομάτως από το SIS μετά την παρέλευση τριετίας.
As a general principle, the strengthening of the EU's role in multilateral frameworks has been approved.
Ως γενική αρχή, εγκρίθηκε η ενίσχυση του ρόλου της ΕΕ σε πολυμερή πλαίσια.
As a general principle, alerts on persons should be automatically deleted from SIS after a period of five years.
Κατά γενικό κανόνα, οι καταχωρίσεις σχετικά με πρόσωπα θα πρέπει να διαγράφονται αυτομάτως από το SIS μετά την παρέλευση τριετίας.
The Commission would not require recovery of the aid if this were contrary to a general principle of EU law.
Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.
As a general principle, information which has not been approved before needs to be verified by competent authorities prior to its dessimination.
Κατά γενικό κανόνα, οι πληροφορίες που δεν έχουν εγκριθεί προηγουμένως χρειάζεται να επαληθεύονται από τις αρμόδιες αρχές πριν από τη διάδοσή τους.
Everything else- just variations on this theme, as a general principle of preparation and use remains the same.
Όλα τα άλλα- απλά παραλλαγές σε αυτό το θέμα, ως γενική αρχή της προετοιμασίας και χρήσης παραμένει η ίδια.
As a general principle, applicants must not be held in detention merely because they are seeking asylum.
Κατά γενικό κανόνα, οι αιτούντες δεν πρέπει να κρατούνται απλώς και μόνον επειδή αιτούνται άσυλο.
Equal treatment is a general principle of Community law,
Η ίση μεταχείριση είναι μια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου,
There's a general principle that there's a social comparison aspect of one-upping other people in our consumption.
Υπάρχει μια γενική αρχή σύμφωνα με την οποία στην κατανάλωσή μας υπάρχει επίσης μια πτυχή κοινωνικής σύγκρισης, η ανάγκη να δείχνουμε ότι είμαστε καλύτεροι από άλλους ανθρώπους.
Agrees, that a general principle, that private investment cannot be considered as State aid.
Συμφωνεί, ότι κατά γενική αρχή, οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν μπορούν να θεωρούνται ως κρατικές ενισχύσεις.
He outlines how“prediction” may be a general principle of cortical function-along with the already-established role of inference.
Περιγράφει πως η«πρόβλεψη» ίσως είναι μια γενική αρχή της λειτουργίας του φλοιού- μαζί με τον ήδη αναγνωρισμένο ρόλο του στην εξαγωγή συμπερασμάτων.
Rather, reliance is placed on the existence of a general principle of EU law precluding all discrimination in the labour market.
Αντιθέτως, γίνεται επίκληση της υπάρξεως μιας γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης η οποία απαγορεύει όλες τις δυσμενείς διακρίσεις στην αγορά εργασίας.
The context makes clear that this is not merely a general principle regarding God's intention to continue to raise up prophets for the nation,
Τα συμφραζόμενα διευκρινίζουν ότι δεν πρόκειται απλώς για μια γενική αρχή όσον αφορά την πρόθεση του Θεού να συνεχίσει να εγείρει προφήτες για το έθνος,
He outlines how"prediction" may be a general principle of cortical function--along with the already-established role of inference.
Περιγράφει πως η«πρόβλεψη» ίσως είναι μια γενική αρχή της λειτουργίας του φλοιού- μαζί με τον ήδη αναγνωρισμένο ρόλο του στην εξαγωγή συμπερασμάτων.
It is a general principle of designing for the efficient use of all resources, however defined.
Είναι μια γενική αρχή σχεδιασμού για την όσο πιο δυνατή αποτελεσματική χρήση των πόρων, όπως και να ορίζεται.
Results: 260, Time: 0.0414

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek