INJUNCTIONS in Greek translation

[in'dʒʌŋkʃnz]
[in'dʒʌŋkʃnz]
αγωγών παραλείψεως
εντολές
command
order
mandate
commandment
instruction
injunction
διαταγές
order
command
injunction
decree
writ
προσταγές
command
commandment
order
imperative
bidding
decree
dictated
νουθεσίες
admonition
instruction
advice
admonishment
mental-regulating
counsel
injunction
admonishing
περί αγωγών παραλήψεως
αγωγές παραλείψεως
διαταγών
order
command
injunction
decree
writ

Examples of using Injunctions in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
The authorities will continue to identify illegal hires and temporary injunctions, as well as.
Εντοπίζουν τις παράνομες μισθώσεις και τις προσωρινές αγωγές, καθώς και.
In each parish visited, injunctions were put in place that resolved to,"….
Σε κάθε ενορία που δεχόταν επίσκεψη, δόθηκαν οδηγίες που αποσκοπούσαν στο να….
The Fitness Check confirmed that the Injunctions Directive forms a necessary part of the bundle of EU instruments dealing with the enforcement of consumer law.
Ο έλεγχος καταλληλότητας επιβεβαίωσε ότι η οδηγία περί των αγωγών παραλείψεως αποτελεί απαραίτητο μέρος της δέσμης των ενωσιακών νομικών πράξεων που αφορούν την επιβολή του δικαίου των καταναλωτών.
The authorities will continue to identify illegal hires and temporary injunctions, as well as disciplinary cases,
Οι αρχές θα συνεχίσουν να εντοπίζουν τις παράνομες προσλήψεις και τα προσωρινά ασφαλιστικά μέτρα, καθώς και πειθαρχικές υποθέσεις,
Similarly to the Injunctions Directive, the only suitable instrument for addressing procedural law with the above objectives is a Directive.
Όπως και με την οδηγία περί των αγωγών παραλείψεως, το μόνο κατάλληλο μέσο για την αντιμετώπιση θεμάτων δικονομικού δικαίου με τους προαναφερόμενους στόχους είναι η οδηγία.
The Old Testament does have some injunctions on how to distribute the property of a man among his sons from different wives(Deuteronomy 22:7).
Η Παλαιά Διαθήκη έχει κάποιες εντολές για τον τρόπο διανομής της περιουσίας ενός άντρα ανάμεσα στους γιούς του από διαφορετικές συζύγους(Δευτερονόμιο 22:7).
The Injunctions Directive does not impose any specific obligations on compliant traders,
Η οδηγία περί των αγωγών παραλείψεως δεν επιβάλλει συγκεκριμένες υποχρεώσεις στους συμμορφούμενους εμπόρους, δεδομένου ότι στόχος της είναι
Injunctions are usually awarded to stop an activity but mandatory injunctions are occasionally awarded to require someone to do something.
Αγωγές παραλείψεως είναι σύνηθες να σταματήσει μια δραστηριότητα αλλά υποχρεωτικά ασφαλιστικά μέτρα είναι σε ορισμένες περιπτώσεις που απαιτούν κάποιον για να το πράξει.
A judge issued temporary injunctions for some of the cases last year,
Στα τέλη του περασμένου έτους, οι δικαστές εξέδωσαν προσωρινές διαταγές σε ορισμένες περιπτώσεις,
Observe the injunctions laid upon you in His Book,
Τηρήστε τις εντολές που έχουν οριστεί για σας στο Βιβλίο Του
Injunctions aim at terminating
Στόχος των αγωγών παραλείψεως είναι η παύση
More damage can be caused by injunctions against a product, or claims for damages.
Μεγαλύτερη ζημιά μπορεί να γίνει από ασφαλιστικά μέτρα εναντίον προϊόντος ή από ισχυρισμούς για ζημιές.
The agreement provides details concerning evidence, injunctions, damages, provisional measures
Η συμφωνία παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία, τις διαταγές, τις αποζημιώσεις, τα προσωρινά μέτρα
There are also minimal moral“negative injunctions, most likely,
Υπάρχουν επίσης ελάχιστες ηθικές‘αρνητικές προσταγές, κανόνες εναντίον του φόνου,
The Swami's severe injunctions kept me from reading any Christian books
Οι αυστηρές εντολές του Σουάμι με εμπόδιζαν από το να διαβάζω οποιαδήποτε χριστιανικά βιβλία
In recent years authorities in a number of countries have won injunctions against the Pirate Bay
Τα τελευταία χρόνια οι αρχές σε διάφορες χώρες, έχουν κερδίσει ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του Pirate Bay
of the Council of 19 May 1998 on injunctions for the protection of consumers interests.
του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998 περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών.
Finally, the possible use of injunctions to stop continuation of violations which are detected when still on-going also has an impact on the expected benefits of violations.
Τέλος, η δυνατή χρησιμοποίηση των δικαστικών αποφάσεων για να σταματήσει η συνέχιση των παραβιάσεων που αποκαλύπτονται, όταν ακόμα ευρίσκονται σε εξέλιξη, επίσης ασκούν επίδραση πάνω στα αναμενόμενα οφέλη από τις παραβιάσεις.
judges issued temporary injunctions in some cases, granting Cuban doctors the right to remain as independent contractors, earning full wages.
οι δικαστές εξέδωσαν προσωρινές διαταγές σε ορισμένες περιπτώσεις, παρέχοντας στους Κουβανούς γιατρούς το δικαίωμα να παραμείνουν ως ανεξάρτητοι εργολάβοι, κερδίζοντας πλήρη μισθό.
The Old Testament does contain some injunctions on how to distribute the property of a man among his sons from different wives(Deuteronomy 22:7).
Η Παλαιά Διαθήκη έχει κάποιες εντολές για τον τρόπο διανομής της περιουσίας ενός άντρα ανάμεσα στους γιούς του από διαφορετικές συζύγους(Δευτερονόμιο 22:7).
Results: 232, Time: 0.0657

Top dictionary queries

English - Greek