TO IMPLEMENT MEASURES in Greek translation

[tə 'implimənt 'meʒəz]
[tə 'implimənt 'meʒəz]
για την εφαρμογή μέτρων
υλοποίηση μέτρων
να εφαρμόσει μέτρα
να εφαρμόσουμε μέτρα
να εφαρμόζουν μέτρα
για την υλοποίηση μέτρων

Examples of using To implement measures in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
distress to authorities when they propose to implement measures to that effect.
φέρουμε σε αδιέξοδο τις αρχές, όταν προτείνουν την εφαρμογή μέτρων με αυτές τις επιπτώσεις.
accused Kiev of stepping up military operations in eastern Ukraine and of failing to implement measures aimed at ending the crisis.
κατηγορεί το Κίεβο ότι εντείνει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην ανατολική Ουκρανία και δεν εφαρμόζει μέτρα τερματισμού της κρίσης.
Russia accused Kyiv of stepping up military operations in eastern Ukraine and failing to implement measures to end the crisis. Ukrainian businessman.
Από τη πλευρά της η Μόσχα κατηγορεί το Κίεβο ότι εντείνει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην ανατολική Ουκρανία και δεν εφαρμόζει μέτρα τερματισμού της κρίσης.
Issuing regulatory decisions addressed to holders of permits in order to implement measures to prevent and deter money laundering.
Την έκδοση κανονιστικών αποφάσεων που απευθύνονται στους κατόχους των αδειών για την εφαρμογή μέτρων πρόληψης και παρεμπόδισης νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
They agree to implement measures promising from the start to deliver exactly the opposite results than intended,
Δέχονται να εφαρμόσουν μέτρα, που εκ των προτέρων υπόσχονται αποτελέσματα εντελώς αντίστροφα των επιδιωκόμενων,
The Presidency is working closely with other Services to implement measures in areas with significant impact on the economy,
Η Προεδρία συνεργάζεται στενά με άλλες Υπηρεσίες για την υλοποίηση μέτρων σε τομείς με σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία, όπως ο Τουρισμός,
Authorities also plan to implement measures to further improve the business environment,
Οι αρχές σχεδιάζουν επίσης να εφαρμόσουν μέτρα για να βελτιώσουν ακόμα περισσότερο το επιχειρηματικό κλίμα,
Amendment 37 gives Member States the opportunity not to implement measures that they consider to be disproportionate.
Τροπολογία 37 δίνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να μην εφαρμόσουν μέτρα τα οποία θεωρούν δυσανάλογα." διάταξη αυτή, αν εγκρινόταν,
SEAT is going to implement measures to obtain a CO2-neutral balance in the entire value chain of vehicles
η SEAT πρόκειται να εφαρμόσει μέτρα για την επίτευξη ουδέτερου ισοζυγίου CO2 σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας των οχημάτων
The enhanced cooperation allows a group of at least nine Member States to implement measures in one of the areas covered by the Treaties within the framework of the Union's non-exclusive competences.
Η ενισχυμένη συνεργασία επιτρέπει σε ομάδα αποτελούμενη από εννέα τουλάχιστον κράτη μέλη να εφαρμόσουν μέτρα σε κάποιον από τους τομείς που υπάγονται στις Συνθήκες στο πλαίσιο των μη αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της Ένωσης.
As a result, we have no choice but to implement measures that will prevent Overwatch
Επομένως, δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να εφαρμόσουμε μέτρα που θα αποτρέψουν τους παίκτες του Overwatch
Subject to such lawful access requests, we promise that anyone processing your personal information outside your country of origin is required to implement measures to protect it and is only entitled to process it in accordance with Unilever's instructions.
Εφόσον υποκείμεθα σε μια τέτοια διαδικασία, δεσμευόμαστε ότι οποιοσδήποτε επεξεργάζεται τα προσωπικά σας δεδομένα οφείλει να εφαρμόσει μέτρα για την προστασία αυτών και νομιμοποιείται να τα επεξεργάζεται μόνο σύμφωνα με τις οδηγίες του γραφείου μας.
when major social networking companies agreed to implement measures to ensure the online safety of their under 18s users.
οι μεγαλύτερες εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης συμφώνησαν να εφαρμόσουν μέτρα για να εξασφαλίσουν τη διαδικτυακή ασφάλεια των ηλικίας κάτω των 18 ετών χρηστών τους.
technology and education; and to implement measures to stimulate employment
την τεχνολογία και την εκπαίδευση· και να εφαρμόσουμε μέτρα για την τόνωση κυρίως της απασχόλησης
as it is not for the company to implement measures of urban renewal and infrastructure.
καθώς δεν είναι αρμοδιότητα της εταιρείας να εφαρμόσει μέτρα αστικής ανάπλασης και υποδομής.
which allows a group of at least nine nations to implement measures if all 27 Member States fail to reach agreement.
ο οποίος επιτρέπει σε μία ομάδα τουλάχιστον εννέα χωρών να εφαρμόζουν μέτρα σε περίπτωση που και τα 27 κράτη μέλη δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε συμφωνία.
from the current levels if governments choose to implement measures to limit global warming.
από τα σημερινά επίπεδα εάν οι κυβερνήσεις επιλέξουν να εφαρμόσουν μέτρα για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
call on OPEC to implement measures to ensure that market supplies are better adapted to the global economic situation.
κάνουν έκκληση στον ΟΠΕΚ να εφαρμόσει μέτρα, ώστε ο ανεφοδιασμός της αγοράς να προσαρμοσθεί καλύτερα στην παγκόσμια οικονομική κατάσταση.
Calls on retailers to engage with food redistribution programmes for citizens who lack purchasing power and to implement measures allowing for products nearing expiry to be discounted;
Καλεί τους εμπόρους λιανικής πώλησης να συμμετέχουν σε προγράμματα αναδιανομής τροφίμων σε πολίτες που στερούνται αγοραστικής δύναμης και να εφαρμόσουν μέτρα που επιτρέπουν να πωλούνται με έκπτωση προϊόντα των οποίων πλησιάζει η ημερομηνία λήξης·.
that the Member States were not permitted to implement measures to protect the environment
με άλλα λόγια, δεν επετράπη στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος
Results: 96, Time: 0.0403

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek