BASIC AMOUNT in Greek translation

['beisik ə'maʊnt]
['beisik ə'maʊnt]
ποσό βάσεως
βασικού ποσού
βασικό ύψος

Examples of using Basic amount in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Commission Regulation(EC) No 1631/94 of 5 July 1994 altering the basic amount of the import levies on syrups
Κανονισμός(ΕΚ) αριθ. 1607/94 της Επιτροπής της 1ης Ιουλίου 1994 περί τροποποιήσεως του ποσού βάσεως της εισφοράς κατά την εισαγωγή για τα σιρόπια
Commission Regulation(EEC) No 924/93 of 20 April 1993 altering the basic amount of the import levies on syrups
Κανονισμός(ΕΟΚ) αριθ. 924/93 της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 1993 περί τροποποιήσεως του ποσού βάσεως της εισφοράς κατά την εισαγωγή για τα σιρόπια
Including the initial basic amount, any other component elements,
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή Τροπολογία ι το αρχικό βασικό ποσό, οποιαδήποτε άλλα συστατικά στοιχεία,
Under point 19 of the 2006 Guidelines, the basic amount of the fine must be‘related to a proportion of the value of sales,
Κατά το σημείο 19 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, το βασικό ποσό του προστίμου πρέπει να«συνδέεται με ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων,
Since the basic amount(payment) is 1 dollar,
Δεδομένου ότι το βασικό ποσό(πληρωμή) είναι 1 δολάριο,
The basic amount of the refund on the products referred to in paragraph 1, with the exception of sorbose,
Το ποσό βάσεως της επιστροφής που προβλέπεται για τα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 με εξαίρεση τη σορβόζη,
The basic amount of the fine will be related to a proportion of the value of sales,
Το βασικό ποσό του προστίμου θα συνδέεται με ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων,
this being an aggravating circumstance, the basic amount of its fine was increased by 50%,
γεγονός που αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, το βασικό ύψος του προστίμου αυξήθηκε κατά 50%,
(a) the difference between the intervention price for white sugar for the Community area with the largest surplus for the month for which the basic amount is fixed,
Της διαφοράς μεταξύ της τιμής παρεμβάσεως για τη λευκή ζάχαρη, που ισχύει στην περισσότερο πλεονασματική ζώνη της Κοινότητος κατά τη διάρκεια του μήνα για τον οποίο καθορίζεται το ποσό βάσεως και των χρηματιστηριακών τιμών
the difference between the basic amount and the amount resulting from the application of each individual aggravating coefficient shall be added to the basic amount.
η διαφορά ανάμεσα στο βασικό ποσό και το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή εκάστου επί μέρους επιβαρυντικού συντελεστή προστίθεται στο βασικό ποσό.
the value of sales taken into account in order to set the basic amount of the fine, namely the sales in Portugal,
η αξία των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, δηλαδή η αξία των πωλήσεων στην Πορτογαλία,
the Commission may set for each of them an identical basic amount.
η Επιτροπή θα μπορεί να καθορίζει το ίδιο βασικό ποσό για καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές.
the adjustments should be made by increasing or decreasing the basic amount through the application of the relevant coefficients in accordance with this Regulation.
οι δε προσαρμογές θα πρέπει να πραγματοποιούνται με αύξηση ή μείωση του βασικού ποσού μέσω της εφαρμογής των σχετικών συντελεστών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.
the basic amount that cannot be deducted from the obligor's monthly wage is 70% of the basic amount as defined by the first sentence.
το βασικό ποσό που δεν μπορεί να αφαιρεθεί από τον μηνιαίο μισθό του οφειλέτη ανέρχεται στο 70 % του βασικού ποσού που υπολογίζεται κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη περίοδο.
that could not lead to an increase in the basic amount of Hoechst's fine.
τούτο δεν μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του βασικού ποσού του προστίμου της Hoechst.
(j) the initial basic amount, any other component elements indicated separately such as bonuses,
Το αρχικό βασικό ποσό, οποιαδήποτε άλλα ξεχωριστά αναφερόμενα συστατικά στοιχεία όπως πρόσθετες παροχές, αντισταθμιστικές πληρωμές για υπερωρίες,
Including the initial basic amount, any other component elements, if applicable,
Το αρχικό βασικό ποσό, οποιαδήποτε άλλα ξεχωριστά αναφερόμενα συστατικά στοιχεία όπως πρόσθετες παροχές,
ESMA should use a two-step methodology consisting of setting a basic amount and adjusting that basic amount, if necessary, by certain coefficients.
η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να χρησιμοποιεί μεθοδολογία δύο σταδίων, η οποία συνίσταται στον καθορισμό ενός βασικού ποσού και στην προσαρμογή του εν λόγω βασικού ποσού, εάν κρίνεται απαραίτητη, βάσει ορισμένων συντελεστών.
ESMA should apply a two-step methodology consisting of setting a basic amount and adjusting that basic amount, if necessary, by certain coefficients.
η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να χρησιμοποιεί μεθοδολογία δύο σταδίων, η οποία συνίσταται στον καθορισμό ενός βασικού ποσού και στην προσαρμογή του εν λόγω βασικού ποσού, εάν κρίνεται απαραίτητη, βάσει ορισμένων συντελεστών.
obligor's monthly wage or other income; the Government defines the methods for calculating this basic amount in a regulation.
το άλλο εισόδημα του οφειλέτη ένα βασικό ποσό η κυβέρνηση ορίζει τις μεθόδους υπολογισμού του εν λόγω βασικού ποσού με κανονιστική διάταξη.
Results: 118, Time: 0.0366

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek