BASIC RIGHT in Greek translation

['beisik rait]
['beisik rait]
στοιχειώδες δικαίωμα
βασικού δικαιώματος
βασικότερο δικαίωμα
βασικό δικαίωμά

Examples of using Basic right in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Other people don't have this basic right.
Από την άλλη πλευρά, κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν αυτό το βασικό δικαίωμα.
Education is a basic right of all.
Η εκπαίδευση αποτελεί βασικό δικαίωμα όλων.
Access to information is a basic right.
Η πρόσβαση στην πληροφόρηση αποτελεί βασικό δικαίωμα.
Understanding that privacy was necessary to almost every basic right in our constitution.
Κατανοώντας ότι η ιδιωτικότητα είναι αναγκαία για σχεδόν όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα στο σύνταγμά μας.
Israel denies Palestinian women their basic right to freedom of movement.
Το Ισραήλ αρνείται στις γυναίκες το βασικό τους δικαίωμα στην ελευθερία της μετακίνησης.
Until now they lacked that basic right.”.
Να τους στερούν αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα».
However, this basic right continues to be denied to the poorest people across the world.
Ωστόσο, αυτό το βασικό δικαίωμα συνεχίζει να αποστερείται από τους φτωχότερους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Another basic right, decent healthcare,
Άλλο ένα θεμελιώδες δικαίωμα, η αξιοπρεπής ιατρική περίθαλψη,
Freedom of movement is a basic right and a pillar of EU citizenship for which we are all striving.
Ελευθερία κυκλοφορίας είναι βασικό δικαίωμα και ένας πυλώνας της ιθαγένειας της ΕΕ, την οποία όλοι επιδιώκουμε.
His overthrow opened the opportunity to restore this basic right and, at the same time, to ensure, fairly, accountability for the crimes of the past.
Η ανατροπή του έδωσε την ευκαιρία να αποκατασταθεί αυτό το στοιχειώδες δικαίωμα και, συγχρόνως, να διασφαλιστεί με δίκαιο τρόπο η λογοδοσία για τα εγκλήματα του παρελθόντος.
Legally speaking, it represents a separate, individual basic right that guarantees a person's general right to freedom of action.
Νομικά αυτό είναι ένα αυτοτελές θεμελιώδες δικαίωμα, που κατοχυρώνει τη γενική ανθρώπινη ελευθερία δράσεως.
control of the world was considered the basic right of the pope.
ο έλεγχος του κόσμου θεωρείτο το βασικό δικαίωμα του πάπα.
The status quo sacrifices any basic right to life and dignity for the people of the Congo in favour of the happiness of we who enjoy electronic devices,
Το status quo θυσιάζει κάθε στοιχειώδες δικαίωμα στη ζωή και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων του Κονγκό, προκειμένου εμείς να μπορούμε να απολαμβάνουμε ηλεκτρονικές συσκευές,
It views higher education as a basic right, and believes that it can both transform the lives of individuals
Έχει θέα την τριτοβάθμια εκπαίδευση ως θεμελιώδες δικαίωμα, και πιστεύει ότι μπορεί
your family have the basic right to safe, clean drinking water.
η οικογένειά σας έχετε το βασικό δικαίωμα για ασφαλές και καθαρό πόσιμο νερό.
For starters, they absolutely do not have the basic right to move around and settle down where they want.
Κατ' αρχάς, στερούνται εντελώς του βασικού δικαιώματος να μετακινούνται και να εγκαθίστανται όπου επιθυμούν.
The basic right to a nation, which was also demanded
Το στοιχειώδες δικαίωμα σε έθνος, το οποίο επίσης ζητήθηκε,
Access to adequate social protection is recognized by International labour standards and the UN as a basic right.
H πρόσβαση σε επαρκή κοινωνική προστασία αναγνωρίζεται από τα Διεθνή πρότυπα εργασίας και τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ως θεμελιώδες δικαίωμα.
billions will continue to be denied this basic right.
δισεκατομμύρια ανθρώπων θα εξακολουθήσουν να στερούνται αυτού του βασικού δικαιώματος.
In 2008, she disrupted the default by giving a speech in Pakistan in which she asked,“How dare the Taliban take away my basic right to education?”.
Η πρώτη δημόσια ομιλία της τον Σεπτέμβριο του 2008 είχε τον τίτλο:«Πώς τολμούν οι Ταλιμπάν να μου στερούν το θεμελιώδες δικαίωμά μου στην εκπαίδευση;«.
Results: 290, Time: 0.0374

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek