THE GENERAL PRINCIPLE in Greek translation

[ðə 'dʒenrəl 'prinsəpl]
[ðə 'dʒenrəl 'prinsəpl]
της γενικής αρχής
την γενική αρχή
ο γενικός κανόνας
as a general rule
as a rule of thumb
the basic rule
the overall rule
the general principle

Examples of using The general principle in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
decoration first thoroughfare through the general principle that rich, elegant, and beautiful.
διακόσμηση πρώτη οδός μέσα από την γενική αρχή ότι οι πλούσιοι, κομψό και όμορφο.
The general principle of reuse can be subject to conditions which may be specified in individual copyright notices.
Η γενική αρχή που διέπει την επαναχρησιμοποίηση μπορεί να υπόκειται σε όρους που ενδέχεται να διευκρινίζονται σε μεμονωμένες ανακοινώσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
The proposal establishes the general principle that competent authorities can act against traders within their jurisdiction regardless of the location of the consumers involved.
Η πρόταση θεσπίζει τη γενική αρχή ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναλαμβάνουν δράση κατά εμπορευομένων εντός της δικαιοδοσίας τους ασχέτως του τόπου στον οποίο βρίσκονται οι εμπλεκόμενοι καταναλωτές.
Consequently, the second question is inadmissible in so far as it concerns the interpretation of Articles 2 TEU and 3 TEU and the general principle of legal certainty.
Επομένως, το δεύτερο ερώτημα είναι απαράδεκτο, καθόσον αφορά την ερμηνεία των άρθρων 2 και 3 ΣΕΕ καθώς και της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου.
The general principle that one authorisation is sufficient for the whole Community rail network is established.
Θα πρέπει να θεσπιστεί η γενική αρχή ότι μία έγκριση αρκεί για ολόκληρο το σιδηροδρομικό δίκτυο της Κοινότητας.
Detailed segmentation of portfolios in accordance with the general principle of"mutually exclusive" segments.
Αναλυτική κατηγοριοποίηση των χαρτοφυλακίων σύμφωνα με τη γενική αρχή της«αμοιβαίας αποκλειστικότητας» μεταξύ των επιμέρους υποκατηγοριών.
That is why the rapporteur has my full support when she defends the general principle of access to all the documents needed to examine a case.
Γι' αυτό άλλωστε υποστηρίζω πλήρως την εισηγήτρια, όσον αφορά τη στάση της υπέρ της γενικής αρχής της πρόσβασης σε όλα τα απαιτούμενα για τη λήψη απόφασης έγγραφα.
The general principle of reuse can be subjected to conditions which may be specified in individual copyright notices.
Η γενική αρχή της επαναχρησιμοποίησης μπορεί να υπόκειται σε όρους που ενδεχομένως καθορίζονται σε χωριστές δηλώσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
In writing.- I support the general principle of this report as an Action Plan for Energy Efficiency.
Γραπτώς.-(EN) Στηρίζω τη γενική αρχή αυτής της έκθεσης ως σχεδίου δράσης για την ενεργειακή απόδοση.
Article 4 of Decision 93/731/EC lays down conditions on the general principle of public access to Council documents.
Το άρθρο 4 της αποφάσεως 93/731/ΕΚ εξαρτά από όρους την εφαρμογή της γενικής αρχής της πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου.
The general principle is to let the calorie intake be less than the calorie consumption.
Η γενική αρχή είναι να αφήσουμε την πρόσληψη θερμίδων να είναι μικρότερη από την κατανάλωση θερμίδων.
Recalls the general principle which states that every person is presumed innocent until proven guilty according to the law;
Υπενθυμίζει τη γενική αρχή βάσει της οποίας ο καθένας θεωρείται αθώος έως ότου αποδειχθεί ένοχος βάσει του νόμου·.
The general principle is that the law of the country where the child is habitually resident is applied.
Η γενική αρχή είναι ότι εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας κατοικίας του παιδιού.
Despite the general principle of the action of ultraviolet lamps from insects,
Παρά τη γενική αρχή της δράσης των λαμπτήρων υπεριώδους ακτινοβολίας από έντομα,
practical application of the law will be the general principle.
είναι αναγκαίο· η πρακτική εφαρμογή του νόμου θα είναι η γενική αρχή.
VP has always defended the general principle of opposing all military interventions,
Η Voie Prolétarienne(VP) ανέκαθεν υποστήριζε τη γενική αρχή της αντίθεσης σε κάθε ιμπεριαλιστική επέμβαση,
Hearing aid adaptation training is not complicated, the general principle is to adhere to wear, step-by-step adapt.
Η εκπαίδευση για την προσαρμογή της βοήθειας για την ακοή δεν είναι περίπλοκη, η γενική αρχή είναι να ακολουθείτε τη φθορά, προσαρμόζοντας βήμα προς βήμα.
Council Directive 92/12/EEC on the arrangements for excise duty sets out the general principle that duty is payable in the country of consumption.
Η οδηγία 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις ρυθμίσεις που διέπουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης θέτει τη γενική αρχή ότι ο φόρος είναι πληρωτέος στη χώρα κατανάλωσης.
The committee has therefore opted by a small majority in favour of the option of Article 17a which modifies the general principle in Article 15.
Ως εκ τούτου, η επιτροπή έκλινε με μικρή πλειοψηφία υπέρ της επιλογής του άρθρου 17, το οποίο τροποποιεί τη γενική αρχή του άρθρου 15.
must conform to the general principle.
πρέπει να είναι σύμφωνη με τη γενική αρχή.
Results: 312, Time: 0.048

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek