WERE CAUSING in Greek translation

[w3ːr 'kɔːziŋ]
[w3ːr 'kɔːziŋ]
προκαλούν
challenge
dare
i defy
cause
provoke
i'm inflicting
προκαλούσαν
challenge
dare
i defy
cause
provoke
i'm inflicting
προκάλεσαν
challenge
dare
i defy
cause
provoke
i'm inflicting

Examples of using Were causing in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Scientists said sedentary lifestyles were now posing as great a threat to public health as smoking, and were causing more deaths than obesity.
Οι επιστήμονες που διεξήγαγαν την έρευνα εκτίμησαν ότι η καθιστική ζωή είναι εξίσου επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία με το κάπνισμα και προκαλεί περισσότερους θανάτους από την παχυσαρκία.
Fixed a feed parsing issue where feed items without HTML content were causing the feed item loading process to fail.
Διορθώθηκε ένα ζήτημα ανάλυσης ζωοτροφών όπου τα στοιχεία των ζωοτροφών χωρίς περιεχόμενο HTML προκαλούσαν το στοιχείο τροφοδοσίας διαδικασία φόρτωσης να αποτύχει.
the existence of traffic lights at unnecessary locations were causing significant delays at the operation of the network.
η ύπαρξη φωτεινής σηματοδότησης σε μη απαραίτητες θέσεις, προκαλούσαν σημαντικές καθυστερήσεις στη λειτουργία του δικτύου.
If the sex hormones were causing this effect, we would see major changes in the relative rates of brain tumors in males and females at puberty.
Εάν οι ορμόνες του φύλου είχαν προκαλέσει αυτό το αποτέλεσμα, θα βλέπαμε σημαντικές αλλαγές στους δείκτες των όγκων των εγκεφάλων σε αγόρια και κορίτσια κατά την εφηβεία.
researchers weren't sure if different factors in the brain were causing the risk reductions.
οι ερευνητές δεν ήταν σίγουροι αν διαφορετικοί παράγοντες στον εγκέφαλο προκαλούσαν τη μείωση του κινδύνου.
learned that man-made chemicals were causing it.
τα χημικά που φτιάχνει ο άνθρωπος την είχαν προκαλέσει.
inexperience of the troops were causing delays and the officers were becoming frustrated.
η απειρία των στρατευμάτων προκαλούσαν καθυστερήσεις και οι αξιωματικοί ήταν απογοητευμένοι.
researchers weren't sure if different factors in the brain were causing the risk reductions.
οι ερευνητές δεν ήταν σίγουροι αν διαφορετικοί παράγοντες στον εγκέφαλο προκαλούσαν τη μείωση του κινδύνου.
more neighbourhoods in Barcelona were complaining that these squats were causing a rise in violence in what were previously peaceful areas.
περισσότερες γειτονιές στη Βαρκελώνη διαμαρτύρονταν ότι οι καταλήψεις προκαλούσαν αύξηση της βίας σε μέχρι πρότινος ήσυχες περιοχές.
highlighted how our everyday habits as consumers were causing horrific damage to wildlife
οι καθημερινές μας συνήθειες ως καταναλωτές προκαλούν τρομακτικές βλάβες στην άγρια φύση
But in his Christmas message last week, he urged the world to unite to end atrocities by Islamist militants who he said were causing immense suffering in many countries.
Ενώ χθες δεν έδωσε συγκεκριμένα παραδείγματα, στο μήνυμά του την περασμένη εβδομάδα για τα Χριστούγεννα είχε προτρέψει τον κόσμο να ενωθεί για να θέσει τέλος στις θηριωδίες του Ισλαμικού Κράτους οι οποίοι, είπε, προκαλούν τεράστια βάσανα σε πολλές χώρες.
Kaldi soon determined that it was the bright red cherries on the shrub that were causing the peculiar euphoria
Ο Κάλντι σύντομα διαπίστωσε ότι ήταν τα φωτεινά κόκκινα κεράσια στο θάμνο που προκαλούσαν την ιδιαίτερη ευφορία
Erdogan told Putin over the phone on Friday that attacks by the Syrian army in the northwest were causing a humanitarian crisis
Ο Ερντογάν είχε πει την Παρασκευή στον Πούτιν, πως οι επιθέσεις του υποστηριζόμενου από τη Ρωσία συριακού στρατού στη βορειοδυτική Συρία, προκαλούν ανθρωπιστική κρίση
Because of its frequent floods, that were causing damages, to the adjacent neighbourhoods,
Λόγω των συχνών πλημμύρων του, που προκαλούσαν ζημιές, στις παρακείμενες συνοικίες,
violations in the de-escalation zone in Idlib were causing a major humanitarian crisis
οι παραβιάσεις των διαπραγματεύσεων για την αποφυγή κλιμάκωσης στην Idlib προκάλεσαν μεγάλη ανθρωπιστική κρίση
he did not explicitly deny that carbon emissions from human activity were causing climate change.
δεν αρνήθηκε ρητά ότι οι εκπομπές άνθρακα που οφείλονται στην ανθρώπινη δραστηριότητα προκαλούν την κλιματική αλλαγή.
One of our non-smoking staff put a message in the company suggestion box earlier in the year saying that smoking breaks were causing problems", said Hirotaka Matsushima, a spokesman for the company.
Ένας από τους μη-καπνιστές υπαλλήλους μας κατέθεσε νωρίτερα μέσα στη χρονιά ένα παράπονο στο κουτί προτάσεων της εταιρείας, στο οποίο έλεγε πως τα διαλείμματα για τσιγάρο προκαλούσαν προβλήματα», λέει ο εκπρόσωπος της εταιρείας, Hirotaka Matsushima.
the resolution of structural problems which were causing detachments of the layers,
επίλυση των δομικών προβλημάτων που προκάλεσαν αποκόλληση των στρωμάτων,
even prohibitions on travel outside the communist bloc were causing frustrations and tensions,
οι απαγορεύσεις ταξιδιών εκτός του κομμουνιστικού μπλοκ προκαλούν απογοητεύσεις και εντάσεις,
One of our non-smoking staff put a message in the company suggestion box earlier in the year saying that smoking breaks were causing problems,” Hirotaka Matsushima,
Ένας από τους υπαλλήλους μας που δεν καπνίζουν, έβαλε ένα μήνυμα στο κουτί προτάσεων της εταιρείας νωρίτερα αυτό το χρόνο, στο οποίο ανέφερε, ότι τα διαλείμματα για κάπνισμα προκαλούσαν προβλήματα", δήλωσε ο Hirotaka Matsushima,
Results: 83, Time: 0.0395

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek