IMPLICATING in Greek translation

['implikeitiŋ]
['implikeitiŋ]
ενοχοποιώντας
ενοχοποιούν
ενοχοποίηση
incrimination
blaming
framing
implication
implicating
incriminating

Examples of using Implicating in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
that he used knowledge of his old cases to plant evidence implicating Vance.
χρησιμοποίησε γνώσεις από τις παλαιές του υποθέσεις να φυτέψει στοιχεία ενοχοποιώντας τον Βανς.
Perisic was suspected of leaking top secret documents implicating Slobodan Milosevic in war crimes.
ο Περίσιτς ήταν ύποπτος για τη διαρροή απορρήτων εγγράφων που εμπλέκουν το Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς σε εγκλήματα πολέμου.
And whoever did it stole a consular S.U.V. implicating the Chinese, knowing that they would be suspects after Roberts burnt them for $250 million.
Και όποιος το έκανε έκλεψε ένα διπλωματικό όχημα εμπλέκοντας τους Κινέζους ξέροντας ότι θα θεωρηθούν ύποπτοι αφού ο Ρόμπερτς τους έχασε 250 εκατομμύρια.
And vendors can sue to invalidate state regulations implicating potential customers' equal protection rights against sex discrimination.
Και οι πωλήτριες μπορούν να μηνύσουν ώστε να ακυρώσουν τους κανονισμούς που εμπλέκουν τα δικαιώματα ίσης προστασίας δυνητικών πελατισών κατά των διακρίσεων λόγω φύλου.
Bauer has evidence implicating you in this conspiracy, and I don't have to tell you what the consequences will be if it's released.
Ο Μπάουερ έχει απόδειξη που σας εμπλέκει σ' αυτή τη συνωμοσία και δεν χρειάζεται να σας πω ποιες θα είναι οι επιπτώσεις αν αυτό αποδεσμευτεί.
Members of his crew are already cutting deals implicating not only Menjivar
Μέλη της DL διαπραγματεύονται συμφωνίες, εμπλέκοντας όχι μόνο τον Μέντζιβαρ, αλλά κι έναν αστυνομικό του ΛΑ ο
consistent evidence" implicating a suspect in a crime.
συνεκτικές ενδείξεις» που εμπλέκουν έναν ύποπτο σε ένα έγκλημα.
Several judicial probes are underway, implicating notably Mineo's former mayor
Ακόμη εκκρεμούν πολλές δικαστικές έρευνες, στις οποίες εμπλέκονται μεταξύ άλλων η πρώην δήμαρχος του Μίνεο
The first of many smoking guns implicating the WHO in a mass sterilization program was found by conscientious health professionals working in conjunction with independent labs.
Το πρώτο από τα πολλά όπλα που καπνίζουν που εμπλέκει τον ΠΟΥ σε ένα πρόγραμμα μαζικής στειρώσεως ευρέθη από τους επαγγελματίες της υγείας που εργάζονται σε συνεννόηση με ανεξάρτητα εργαστήρια.
So you just drove two hours out of the city on a holiday, implicating yourself in this, because… Catherine called you and asked?
Οδήγησες δυο ώρες από την πόλη μέρα γιορτής, εμπλέκοντας τον ευατό σου σ'αυτό, επειδή… η Κάθριν σου τηλεφώνησε και στο ζήτησε;?
However, the top two genetic variants we identified suggest causes implicating the peripheral structures,
Ωστόσο, πρόσθεσε ο Suri,‘'οι κύριες 2 ποικιλομορφίες που εντοπίσαμε υποδεικνύουν αιτίες που εμπλέκουν τις περιφερικές δομές,
Several judicial probes are currently underway, implicating notably Mineo's former mayor
Ακόμη εκκρεμούν πολλές δικαστικές έρευνες, στις οποίες εμπλέκονται μεταξύ άλλων η πρώην δήμαρχος του Μίνεο
I have a sworn statement implicating a prominent member of city hall in a major crime
Έχω ένορκη κατάθεση, που εμπλέκει εξέχων μέλος του δημαρχείου, σε σωρεία εγκλημάτων
bribery probes rocked the government, implicating Zarrab as well as several ministers,
δωροδοκίας συγκλόνισαν την κυβέρνηση, εμπλέκοντας τον Zarrab καθώς και πολλούς υπουργούς,
There's a report going in to Alonso Santana right… right about now… Implicating you in the bombing.
Έκθεση Α.Ε. πηγαίνοντας σε Alonso Santana δεξιά… δεξιά για τώρα… εμπλέκουν σας στη βομβιστική επίθεση.
Usually, there are many implicating genes in the determination of a disease
Συνήθως εμπλέκονται πολλά γονίδια για τον καθορισμό της νόσου
You said you had video file implicating people inside the Russian government who were responsible for Renee's murder.
Έχεις ένα βίντεο που εμπλέκει άτομα της ρωσικής κυβέρνησης που ήταν υπεύθυνα για την δολοφονία της Ρενέ.
In late 2013 the state notified Ford's lawyers that a confidential informant had come forward with new information implicating another man who had been among four co-defendants originally charged in the case.
Στα τέλη του 2013, οι δικηγόροι του Φορντ ενημερώθηκαν πως ένας πληροφοριοδότης είχε αποκαλύψει νέα στοιχεία, εμπλέκοντας έναν άλλον άνδρα στην υπόθεση.
Those are notes and fragments for you to scatter in the wreckage implicating named officials from the Soviet embassy.
Σημειώσεις και αποκόμματα που θα σκορπίσεις στα συντρίμμια και εμπλέκουν αξιωματούχους από τη Σοβιετική πρεσβεία.
The White Helmets have finished filming a staged provocation implicating the Syrian army in the use of chemical agents,
Τα Λευκά Κράνη έχουν τελειώσει την κινηματογράφηση της στημένης προβοκάτσιας που εμπλέκει τον συριακό στρατό με χρήση χημικών,
Results: 144, Time: 0.0443

Top dictionary queries

English - Greek