INVOLVE in Greek translation

[in'vɒlv]
[in'vɒlv]
συμμετοχή
participation
involvement
membership
join
attendance
engagement
contribution
entry
part
turnout
συμμετέχουν
i participate
i join
i am involved
i'm part
i attend
i have taken part
i am taking

Examples of using Involve in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
The two events involve different political dynamics.
Τα δύο γεγονότα ενέχουν διαφορετική πολιτική δυναμική.
Both CANVAS and CANVAS-R involve patients at high cardiovascular risk.
Τόσο στη CANVAS όσο και στη CANVAS-R συμμετέχουν ασθενείς που βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο για καρδιοαγγειακά προβλήματα.
These usually involve blood tests
Αυτοί οι έλεγχοι συνήθως περιλαμβάνουν εξετάσεις αίματος
Negotiations that involve nearly 200 nations are always challenging.
Διαπραγματεύσεις που εμπλέκουν σχεδόν 200 έθνη είναι πάντα δύσκολες.
Investments involve certain risks,
Οι επενδύσεις συνεπάγονται ορισμένους κινδύνους,
Both involve violations in a very short time span.
Και τα δύο αφορούν παραβιάσεις σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Involve the private sector;
Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα.
All changes involve loss, just as all losses require change.
Όλες οι αλλαγές εμπεριέχουν την απώλεια, όπως και όλες οι απώλειες απαιτούν την αλλαγή».
They involve extra cost
Αυτά σχετίζονται με πρόσθετες χρεώσεις
Our actions often involve varying risks of an aversive outcome.
Οι ενέργειές μας συχνά ενέχουν διάφορους κινδύνους με κάποιο ανεπιθύμητο αποτέλεσμα.
People who involve in this will get their share.
Άνθρωποι που συμμετέχουν σε αυτό θα πάρετε το μερίδιό τους.
Some puzzles involve using the environment to kill an enemy.
Μερικά παζλ περιλαμβάνουν την χρήση του περιβάλλοντος για την θανάτωση ενός εχθρού.
These two options involve slow, and sometimes expensive, procedures.
Οι δύο αυτές δυνατότητες συνεπάγονται αργές και ενίοτε δαπανηρές διαδικασίες.
Doctorates will involve establishments from at least three different European countries.
Τα διδακτορικά θα εμπλέκουν ιδρύματα από τουλάχιστον τρεις διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες.
Both involve individuals imaginatively identifying themselves with a team.
Και οι δύο αφορούν άτομα που ταυτίζονται φανταστικά με μια ομάδα.
All of these questions involve the understanding of human rights.
Όλα αυτά τα ζητήματα προϋποθέτουν την κατανόηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Involve in normal skin growth,
Συμμετοχή σε φυσιολογική ανάπτυξη του δέρματος,
And some involve threats and violence.
Και κάποιες εμπεριέχουν απειλές και βία.
My job and my work both involve computers and programming.
Οι σπουδές και η δουλειά μου σχετίζονται με τους υπολογιστές και τον προγραμματισμό τους.
Water systems involve great fluctuations in demand for performance.
Τα συστήματα νερού ενέχουν μεγάλες διακυμάνσεις στη ζήτηση για απόδοση.
Results: 8216, Time: 0.0635

Top dictionary queries

English - Greek