CODIFIED in Greek translation

['kəʊdifaid]
['kəʊdifaid]
κωδικοποίηση
coding
codification
encryption
to encode
codify
to code
codec
κωδικοποιηµένη
codified
κωδικοποιούσαν
codified
κωδικοποιούσε
encodes
coded
codified

Examples of using Codified in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
His successor codified the existing rules
Ο διάδοχός του κωδικοποίησε τους υπάρχοντες κανόνες
Israel does not have a complete codified constitution.
Το Ισραήλ δεν έχει κωδικοποιημένο γραπτό σύνταγμα.
Nadel codified a theory of social structure,
Nadel κωδικοποίησε μια θεωρία της κοινωνικής δομής,
Freedom of movement for workers within the Union- codified version.
Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης- κωδικοποιημένο κείμενο.
Lekë Dukagjini was allegedly the first who codified the“Kanun” in the 15th century.
O Λεκ Ντουκαγκίνι θεωρείται ο πρώτος ο οποίος κωδικοποίησε το Κανούν, τον 15ο αιώνα.
thoroughly codified and has exact procedures.
πλήρως κωδικοποιημένο και έχει πολύ ακριβείς διαδικασίες.
explained and codified.
εξήγησε και κωδικοποίησε.
That act also included the statute now codified as.
Αποφασίστηκε, επίσης, όπως το κωδικοποιημένο καταστατικό αμέσως μετά την.
This is not your own codified system.
Δεν πρόκειται για ένα κωδικοποιημένο σύστημα.
The Prespes Agreementof June 17, 2018 codified the Nimetz proposal.
Η συμφωνία των Πρεσπών της 17ης Ιουνίου 2018 κωδικοποίησε την πρόταση Nimetz.
This, at least, was the official narrative, codified in the East German constitution.
Αυτό τουλάχιστον ήταν το επίσημο αφήγημα, κωδικοποιημένο στο σύνταγμα της Ανατολικής Γερμανίας.
We have No Written Codified Constitution.
Το Ισραήλ δεν έχει κωδικοποιημένο γραπτό σύνταγμα.
This Regulation has been codified by the basic Regulation.
Ο κανονισμός αυτός έχει κωδικοποιηθεί από τον βασικό κανονισμό.
An exact copy of the company's codified Articles of Association.
Ακριβές αντίγραφο κωδικοποιημένου καταστατικού της εταιρείας.
Were defined and codified the various categories depending on the method of production.
Ορίστηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διάφορες κατηγορίες προϊόντων ανάλογα με την μέθοδο παραγωγής τους.
Exact copy of company codified statutes.
Ακριβές αντίγραφο του κωδικοποιημένου καταστατικού της εταιρείας.
The Directive codified Directive 98/27/EC which has been substantially modified several times.
Η νέα οδηγία κωδικοποιεί τις διαδοχικές τροποποιήσεις της οδηγίας 98/27/ΕΚ.
This statute is codified in the United States Code at 5 U.S.C. 552.
Ο εν λόγω νόμος έχει κωδικοποιηθεί στον Κώδικα των Ηνωμένων Πολιτειών στο σημείο 5 U.S.C.§ 552.
Since the United Kingdom lacks a codified constitution, there is no official language.
Κράτη χωρίς κωδικοποιημένα συντάγματα δεν έχουν και επίσημη γλώσσα.
Once codified, they can be digitized[sic],
Μόλις κωδικοποιηθούν, μπορούν να ψηφιοποιηθούν,
Results: 667, Time: 0.0961

Top dictionary queries

English - Greek