DEVISING in Greek translation

[di'vaiziŋ]
[di'vaiziŋ]
επινόηση
invention
device
fabrication
conception
creation
devising
coining
contrivance
concoction
figment
σχεδιασμό
design
planning
εκπόνηση
preparation
development
elaboration
production
design
establishment of
drafting
drawing up
preparing
developing
σχεδιάζοντας
i plan
design
i draw
i'm plotting
i sketch
κατάστρωση
development
developing
preparation
formulation
drafting
planning
devising
designing
επινόησης
invention
device
fabrication
conception
creation
devising
coining
contrivance
concoction
figment
σχεδιασμός
design
planning
σχεδιασμού
design
planning
σχεδιάζουν
i plan
design
i draw
i'm plotting
i sketch

Examples of using Devising in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
But this cannot just be about devising new analytical models within the field;
Αλλά αυτό δεν μπορεί να αφορά μόνο στην ανάπτυξη νέων αναλυτικών μοντέλων στο πεδίο.
Its technical organization has primary responsibility for devising standards.
Η τεχνική οργάνωσή του έχει την κύρια ευθύνη για την κατάρτιση των προτύπων.
Devising a range of colors,
Η επινόηση μια σειρά από χρώματα,
Devising drugs to treat damaged hearts suffers from a key problem:
Η επινόηση φαρμάκων για τη θεραπεία κατεστραμμένο καρδιές πάσχει από ένα βασικό πρόβλημα:
If you do not have time and ideas for devising creative decorations,
Αν δεν έχετε χρόνο και ιδέες για το σχεδιασμό δημιουργικών διακοσμήσεων, είμαστε εδώ για
Enables students to develop their abilities in devising appropriate solutions to solve operational problems in international theme park
Επιτρέπει στους μαθητές να αναπτύξουν τις ικανότητές τους στην εκπόνηση κατάλληλων λύσεων για την επίλυση επιχειρησιακών προβλημάτων στο διεθνές θεματικό πάρκο
They are credited with devising the Glagolitic alphabet,
Πιστώνονται με την επινόηση του Γλαγολιτικού αλφαβήτου,
We have taken a similarly responsible approach in devising the simplest administrative procedures possible,
Παρόμοια υπεύθυνη προσέγγιση εφαρμόσαμε και στον σχεδιασμό όσο το δυνατόν απλούστερων διοικητικών διαδικασιών,
Whilst some individuals will feel comfortable devising their own nutrition
Ενώ ορισμένα άτομα αισθάνονται άνετα επινοώντας τη δική τους διατροφή
As with string theory, devising experiments to test for the new theory will also be difficult.
Όπως και με τη θεωρία χορδών, η επινόηση πειραμάτων για την απόδειξη της νέας θεωρίας είναι επίσης πολύ δύσκολη.
Devising and conducting experiments is one of the many responsibilities of stem cell researchers.
Η εκπόνηση και διεξαγωγή πειραμάτων είναι μία από τις πολλές ευθύνες των ερευνητών βλαστικών κυττάρων.
which was not involved in devising the reform of 1996, is not a full member of the council.
το Λουξεμβούργο, το οποίο δεν συμμετείχε στο σχεδιασμό της μεταρρύθμισης του 1996, δεν αποτελεί μέρος του Συμβουλίου.
Dunne deliberately avoided full three-axis control, devising instead a system which was easier to operate
Ο Ντιούν απέφυγε επίτηδες τον πλήρη έλεγχο των τριών αξόνων, σχεδιάζοντας αντ' αυτού ένα σύστημα το οποίο ήταν ευκολότερο στην χρήση
Ashton took this idea to an entirely new level with the Fanny Elssler pas de deux, devising a spectacular Grand adage for Lise,
Ο Ashton σκέφτηκε να δημιουργήσει μια εντελώς νέα χορογραφία με το pas de deux της Fanny Elssler, επινοώντας ένα θεαματικό«Grand adage» για την Lise,
Such techniques included designing elaborate page borders and devising ways to relate scale and space.
Οι τεχνικές αυτές περιλάμβαναν τη σχεδίαση περίτεχνων περιθωρίων και επινόηση τρόπων να συσχετίζουν την κλίμακα με τον διαθέσιμο χώρο.
he played a major role in devising a strategy to keep himself on the throne.
έπαιζε σημαντικό ρόλο στην εκπόνηση της στρατηγικής για να παραμένει στο θρόνο.
which is a fundamental vehicle for devising effective solutions to the common challenges ahead of us.
η οποία αποτελεί θεμελιώδες μέσο για τον σχεδιασμό αποτελεσματικών λύσεων έναντι των κοινών προκλήσεων τις οποίες αντιμετωπίζουμε.
He specialised in black-and-white land scenes, devising his own way of shooting,
Ειδικευόταν σε ασπρόμαυρες σκηνές δρόμου, σχεδιάζοντας τον δικό του τρόπο λήψης,
It must focus on real convergence, devising adjustment strategies that do not deprive the eurozone periphery of their best and brightest.
Πρέπει να επικεντρωθεί στην πραγματική σύγκλιση, επινοώντας στρατηγικές προσαρμογής που δε θα στερούν από την περιφέρεια της ευρωζώνης τους καλύτερους και ευφυέστερούς της.
Steinhardt was one of the theorists responsible for devising the inflationary model more than 20 years ago.
Ο Steinhardt ήταν ένας από τους θεωρητικούς υπεύθυνους για την επινόηση του πληθωριστικού μοντέλου πριν από 20 έτη περίπου.
Results: 458, Time: 0.1014

Top dictionary queries

English - Greek